-
1 νοσος
ион. νοῦσος ἥ1) болезнь, недугἐς νόσον πίπτειν Aesch. — заболеть;
ν. μεγάλη или ἱερά Her. — падучая болезнь, эпилепсия;ν. φρενῶν Aesch. — безумие2) негодность, бесплодие(τῆς γῆς Xen.)
3) бедствие, бич, язва(πόλεως Plat.)
τινάκτειρα ν. Aesch. = ἥ τοῦ Ποσειδῶνος τρίαινα4) страдание, мучение(πάντων νόσων ἀπαλλαγῆναι Aesch.)
5) недостаток, порок(αἰσχίστη ν. Eur.)
-
2 νόσος
ἡ νόσος болезнь -
3 νόσος
{сущ., 12}болезнь, недуг, заболевание.Ссылки: Мф. 4:23, 24; 8:17; 9:35; 10:1; Мк. 1:34; 3:15; Лк. 4:40; 6:17; 7:21; 9:1; Деян. 19:12.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νόσος
-
4 νόσος
{сущ., 12}болезнь, недуг, заболевание.Ссылки: Мф. 4:23, 24; 8:17; 9:35; 10:1; Мк. 1:34; 3:15; Лк. 4:40; 6:17; 7:21; 9:1; Деян. 19:12.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νόσος
-
5 νόσος
η болезнь, недуг, заболевание -
6 νόσος
болезнь, недуг, заболевание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νόσος
-
7 νόσος
-
8 νόσος
[носос] ουσ. Θ. болезнь, недуг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νόσος
-
9 νόσος
[носос] ουσ θ болезнь, недуг. -
10 επικτητος
2( вновь) приобретенный(οἱ ἐπίκτητοι καὴ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὴ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.)
Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. — (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т.е. образованная наносами Нила);τὸ ἐπίκτητον или ἥ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. — благоприобретенное (лично нажитое) имущество;τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. — присоединенные области -
11 νουσος
-
12 αβληχρος
31) слабый, бессильный, немощный(χείρ, τείχεα Hom.)
2) легкий, тихий, безмятежный(θάνατος Hom.)
3) медленный(νόσος, δρόμοι Plut.)
-
13 αγριος
3 и 21) дикий(αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.)
μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. — вино из дикого винограда2) жестокий, свирепый, лютый, злой(ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.)
3) неукротимый, необузданный, грубый(θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.)
4) мучительный, тяжелый(νόσος Soph.; τραύματα Eur.)
5) бурный, ужасный(νύξ Her.; χεῖμα Eur.)
-
14 αδηφαγος
-
15 αιανης
I21) мучительный, жестокий(κέντρον, λιμός Pind.; νόσος Aesch.)
2) горестный, скорбный(βάγματα αὐδή Aesch.)
3) роковой, злосчастный(Πέλοπος ἱππεία Soph.)
II2вечныйἐς τὸν αἰανῆ χρόνον Aesch. — навеки
-
16 αιμορρυτος
-
17 αιμορυτος
-
18 ακαρπος
-
19 ακινδυνος
21) не подвергающийся опасности(αἰών Pind.; βίος Eur.)
2) неопасный, безопасный(ὁδός, νόσος Plut.)
-
20 ακμαζω
1) быть в расцвете, процветать Her., Arst.ἀ. ῥώμῃ Plat. — быть в расцвете сил;
οἱ ἀκμάζοντες Isocr. — люди в цветущем возрасте2) быть богатым, изобиловать(τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.)
τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. — обладать благоразумием;ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ ἑαυτοῦ Xen. — быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей3) достигать зрелости4) достичь высшей степени, быть в разгареἡ νόσος ἀκμάζει Thuc. — болезнь достигла наибольшей силы;
τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. — в разгаре лета;ἀ. ἔν τινι Aeschin. — достичь высшей степени чего-л.5) настоятельно требовать(ποιεῖν τι Aesch.)
τὰ πάντα νῦν ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. — все требует теперь особенной бдительности;impers. ἀκμάζει Aesch., — настало время, пора
См. также в других словарях:
νόσος — sickness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
Λιτλ, νόσος του- — Νόσος που προσβάλλει το νευρικό σύστημα του νεογνού. Έλαβε την ονομασία της από τον Άγγλο γιατρό Γουίλιαμ Λιτλ (William Little, 1810 1894). Χαρακτηρίζεται από σπαστικότητα (μερικές ομάδες μυών μένουν σταθερά συσπασμένες) και παράλυση κυρίως των… … Dictionary of Greek
νόσος — η ασθένεια, αρρώστια, λοιμός, επιδημία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… … Dictionary of Greek
άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… … Dictionary of Greek
έκτη νόσος — Μολυσματική νόσος, που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα και πυρετό και η οποία εκδηλώνεται σε βρέφη 6 μηνών έως 2 ετών και, σπανιότερα, σε βρέφη 2 μηνών και παιδιά 13 έως 14 ετών. Διαρκεί έως τέσσερις ημέρες … Dictionary of Greek
λεγεωνάριων, νόσος — Λοιμώδης νόσος που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο μπορεί να μολύνει το νερό ή τα συστήματα κλιματισμού. Η κλινική εκδήλωση περιλαμβάνει υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, κοιλιακό πόνο και πνευμονία, ενώ επίσης μπορεί να… … Dictionary of Greek