Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀδη-φάγος

См. также в других словарях:

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek

  • κρεατοφάγος — και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. αδη φάγος, χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • sā-, sǝ- —     sā , sǝ     English meaning: satiated     Deutsche Übersetzung: ‘satt; sättigen”     Material: O.Ind. a si n vá , ásinvan “unersättlich” (places ein Praes. *sǝ néu mi, *sǝ nu̯ ō ahead); Arm. at ok” “full, ausgewachsen”; hač, hačoy “zufrieden” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»