-
41 μετ-εύχομαι
μετ-εύχομαι, anders wünschen, einen neuen Wunsch an die Stelle des früheren setzen, οἶσϑ' ὡς μέτευξαι, Eur. Med. 588.
-
42 μετ-εύαδε
μετ-εύαδε, aor. zu μεϑ-ανδάνω, Qu. Sm. 7, 123.
-
43 μετ-εν-σωματόω
μετ-εν-σωματόω, gleichsam umkörpern, aus einem Leibe in den andern versetzen, Clem. Al.
-
44 μετ-εν-σωμάτωσις
μετ-εν-σωμάτωσις, ἡ, die Versetzung aus einem Leibe in den andern, eine andere Darstellung der μετεμψύχωσις, Clem. Al.
-
45 μετ-εν-τίθημι
μετ-εν-τίθημι (s. τίϑημι), ausladen u. auf ein anderes Schiff bringen, μισϑούμενοι ἕτερα πλοῖα οὐχ ἅπαντα τὸν γόμον τῆς νεὼς μετενέϑεσϑε, Dem. 56, 25.
-
46 μετ-εμ-ψύχωσις
μετ-εμ-ψύχωσις, ἡ, Versetzung der Seele aus einem Leibe in einen andern, Seelenwanderung der Pythagoreer, Sp.
-
47 μετ-εμ-ψῡχόω
μετ-εμ-ψῡχόω, die Seele aus einem Leibe in den andern übergehen lassen. Davon
-
48 μετ-εκ-πνέω
μετ-εκ-πνέω (s. πνέω), dazwischen ausblasen, aushauchen, ψυχὴν δὲ μετεκπνεύσῃ ῥοϑίοισιν, unter den Wogen, Opp. Hal. 2, 164.
-
49 μετ-εις-δύνω
μετ-εις-δύνω (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.
-
50 μετ-εις-βαίνω
μετ-εις-βαίνω (s. βαίνω), aus Einem ins Andere übergehen, Heliod. 5, 27.
-
51 μετ-εισάμενος
μετ-εισάμενος, part. aor. I. med. zu μέτειμι, Il. 13, 90. 17, 285.
-
52 μετ-εκ-φέρω
μετ-εκ-φέρω (s. φέρω), heraus- u. fort-, wo anders hintragen, alte Leseart Il. 23, 377.
-
53 μετ-εγ-χέω
μετ-εγ-χέω (s. χέω), aus einem Gefäß in ein anderes eingießen, Sp.
-
54 μετ-εγ-γράφω
μετ-εγ-γράφω, anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.
-
55 μετ-εγγυάομαι
μετ-εγγυάομαι, att. = μεσεγγυάομαι, v. l. Antiph. 6, 50, von Bekker aber verworfen.
-
56 μετ-εγ-κεντρίζω
μετ-εγ-κεντρίζω, umpfropfen, Geopon.
-
57 μετ-εκ-δύομαι
μετ-εκ-δύομαι (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.
-
58 μετ-εκ-βιβάζω
μετ-εκ-βιβάζω, weg- und anders wohin bringen; Thuc. 8, 74 (jetzt μετεμβ.); D. Cass. 48, 47.
-
59 μετ-εκ-δημέω
μετ-εκ-δημέω, anderswohin reisen, Sp.
-
60 μετ-εκ-βαίνω
μετ-εκ-βαίνω (s. βαίνω), heraus-, weg- und wo anders hingehen; μετεκβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν, Her. 7, 41; εἰς πλοῖον, Antiph. 5, 21; vom Tone, Strat. 29 (XII, 187); εἰς ἕτερον λόγον, übergehen, Plat. Legg. I, 642 a.
См. также в других словарях:
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek