Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡσυχαῖος

См. также в других словарях:

  • ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… …   Dictionary of Greek

  • ἡσυχαῖος — gentle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαῖον — ἡσυχαῖος gentle masc acc sg ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαῖα — ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαῖαι — ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαία — ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc/acc dual ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίως — ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle adverbial ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ἁσυχαίᾳ — ἁ̱συχαί̱ᾱͅ , ἡσυχαῖος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίαν — ἡσυχαί̱ᾱν , ἡσυχαῖος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»