-
1 ησυχαίος
-
2 ἡσυχαῖος
-
3 ἡσυχαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχαῖος
-
4 ησυχαίον
-
5 ἡσυχαῖον
-
6 ησυχαία
ἡσυχαί̱ᾱ, ἡσυχαῖοςgentle: fem nom /voc /acc dualἡσυχαί̱ᾱ, ἡσυχαῖοςgentle: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 ἡσυχαία
ἡσυχαί̱ᾱ, ἡσυχαῖοςgentle: fem nom /voc /acc dualἡσυχαί̱ᾱ, ἡσυχαῖοςgentle: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
8 ησυχαίως
-
9 ἡσυχαίως
-
10 ασυχαία
-
11 ἁσυχαίᾳ
-
12 ησυχαία
-
13 ἡσυχαῖα
-
14 ησυχαίαι
-
15 ἡσυχαῖαι
-
16 ησυχαίαν
-
17 ἡσυχαίαν
-
18 ἥσυχος
Grammatical information: adj.Meaning: `quiet, silent, slow' Hes.).Other forms: also ἡσύχιος (Φ 598), ἡσύχιμος (Pi. O. 2, 32; analogical to ἡσυχία, Arbenz Die Adj. auf - ιμος 77), ἡσυχαῖος (Att.; to ἡσυχῆ)Dialectal forms: Dor. ἅσυχ- not hyperdoric, Forssman Unt. z. Spr. Indars (1966) 48ff.Derivatives: ἡσυχῆ, -ῃ̃ adv. `quiet, softly, secretly' (IA; Schwyzer 550); ἡσυχία, - ίη `rest' (σ 22); ἡσυχάζω, - άσαι `be quiet, rest, calm' (Att.) with ἡσυχαστικός `making calm' (late). The forms with - ασ- that occur rarely in the mss. are to be seen as hyperdorisms.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. A hypothesis of Osthoff and Brugmann is given in Bq, Pok. 890 and W.-Hofmann s. sinō: from the root * seh₁- in Lat. sēmen. This is now impossible as the word had ἁ̄.Page in Frisk: 1,645Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἥσυχος
См. также в других словарях:
ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… … Dictionary of Greek
ἡσυχαῖος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖον — ἡσυχαῖος gentle masc acc sg ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖα — ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαῖαι — ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαία — ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc/acc dual ἡσυχαί̱ᾱ , ἡσυχαῖος gentle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίως — ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle adverbial ἡσυχαί̱ως , ἡσυχαῖος gentle masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ἁσυχαίᾳ — ἁ̱συχαί̱ᾱͅ , ἡσυχαῖος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίαν — ἡσυχαί̱ᾱν , ἡσυχαῖος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)