Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡνί-οχος

См. также в других словарях:

  • οχός — ὀχός, ή, όν (Α) σταθερός, στέρεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε οχος (πρβλ. δρύ οχος, ηνί οχος)] …   Dictionary of Greek

  • εύοχος — εὔοχος, ον (Α) 1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση 3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οχος (< έχω),… …   Dictionary of Greek

  • νήοχος — νήοχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί οχος, λιμενή οχος] …   Dictionary of Greek

  • καθηνιοχώ — καθηνιοχῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡνι οχῶ (< ἡνί οχος)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοχώ — έω, Α διευθύνω, κυβερνώ πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + οχῶ (< οχος< ἔχω), πρβλ. ηνι οχώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»