Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡνίοχος

См. также в других словарях:

  • Ἡνίοχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνίοχος — one who holds the reins masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… …   Dictionary of Greek

  • ηνίοχος — ο αυτός που κρατά τα ηνία, ο αμαξηλάτης: Ο ηνίοχος των Δελφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἡνιόχω — Ἡνίοχος masc nom/voc/acc dual Ἡνίοχος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιόχω — ἡνίοχος one who holds the reins masc nom/voc/acc dual ἡνίοχος one who holds the reins masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡνιόχοιο — Ἡνίοχος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιόχοιο — ἡνίοχος one who holds the reins masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡνιόχοις — Ἡνίοχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιόχοις — ἡνίοχος one who holds the reins masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡνιόχοισι — Ἡνίοχος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»