-
1 ημιωριον
См. также в других словарях:
τριώριον — τὸ, Α χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωριος (< ὥρα), πρβλ. ἡμι ώριον] … Dictionary of Greek
1 ημιωριον
τριώριον — τὸ, Α χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωριος (< ὥρα), πρβλ. ἡμι ώριον] … Dictionary of Greek