-
1 ἡμι-πλήξ
-
2 ἡμιπλήξ
ἡμι-πλήξ, ῆγος, u. ἡμι-πληγής, halb geschlagen, getroffen -
3 ἡμιπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιπλήξ
См. также в других словарях:
ημιπλήξ — ἡμιπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) (κυρίως για δέντρο) αυτός που έχει πληγεί ή πληγωθεί κατά το ήμισυ, ο μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek