Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμιόλιον

См. также в других словарях:

  • ἡμιόλιον — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc sg ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκλίζα — και γλίζα, η ημιόλιον, τραπεζοειδές ιστίο σε ιστιοφόρο …   Dictionary of Greek

  • ημιολία — Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»