Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡμισφαιρίων

См. также в других словарях:

  • ἡμισφαιρίων — ἡμισφαίριον hemisphere neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπικός — (I) ή, ό / ὑποτροπικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποτροπή] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους. (II) ή, ό, Ν 1. (γεωγρ. μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • αεροχείμαρρος — Οριζόντιο ρεύμα αέρα που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, των οποίων η ένταση μεταβάλλεται συνεχώς και σε σχετικά μικρές αποστάσεις. Η ένταση και η συνεχής μεταβολή των ανέμων προκαλούν στροβιλοειδή ροή του αέρα και αναταράξεις στα αεροπλάνα… …   Dictionary of Greek

  • ανεγκεφαλία — η 1. ιατρ. εκγενετής έλλειψη εγκεφαλικών ημισφαιρίων και κρανιακού θόλου 2. μτφ. βλακεία, μωρία …   Dictionary of Greek

  • ιπεκακουάνα — και ιπέκα, η μικρός θάμνος τής οικογένειας ρουβιίδες που αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση στα τροπικά δάση τής Βραζιλίας και καλλιεργείται στις τροπικές περιοχές τών δύο ημισφαιρίων η ρίζα του περιέχει πολλά αλκαλοειδή και έχει εμετικές ιδιότητες …   Dictionary of Greek

  • κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»