Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φωτ-ισμός

См. также в других словарях:

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… …   Dictionary of Greek

  • προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • προτεσταντισμός — Όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις καθολικές χώρες, για να υποδηλώσει το σύνολο δογμάτων και όλες τις θρησκευτικές πίστεις, οι οποίες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο προέρχονται από το κίνημα διαμαρτυρίας (protestatio = διαμαρτυρία) κατά της… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελισμός — Είναι η συλλογή γραμματοσήμων και άλλων ταχυδρομικών ενσήμων είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος. Ο φ. γεννήθηκε σχεδόν αμέσως –μετά την εμφάνιση των πρώτων γραμματοσήμων– ως συλλεκτική μανία ή ως μόδα, γρήγορα όμως προσέλαβε και οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • φωτοτροπισμός — ο, Ν 1. βοτ. αυξητική κίνηση τών βλαστών και τών ριζών τών φυτών ως απόκριση σε φωτεινό ερέθισμα 2. φρ. «θετικός φωτοτροπισμός» βοτ. φωτοτροπισμός με κατεύθυνση προς το φωτεινό ερέθισμα β) «αρνητικός φωτοτροπισμός» βοτ. φωτοτροπισμός με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»