-
1 ημιμέθυσος
-
2 ἡμιμέθυσος
-
3 ἡμιμέθυσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιμέθυσος
-
4 ημιμέθυσα
-
5 ἡμιμέθυσα
-
6 ἀκροθώραξ
Aθωρήσσω 11
) slightly drunk, = ἡμιμέθυσος, Hsch., cf. Arist. Pr. 871a9, Plu.2.656c;πεπωκότ' ἤδη τ' ἀκροθώρακ' ὄντα Diph.46
: [dialect] Ion. [suff] ἀκρο-θώρηξ Hp. ap. Erot.s.v. θωρῆξαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροθώραξ
См. также в других словарях:
ημιμέθυσος — ἡμιμέθυσος, ον (Α) ημιμεθής … Dictionary of Greek
ἡμιμέθυσος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμέθυσα — ἡμιμέθυσος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek