-
1 ἀκροθώραξ
Aθωρήσσω 11
) slightly drunk, = ἡμιμέθυσος, Hsch., cf. Arist. Pr. 871a9, Plu.2.656c;πεπωκότ' ἤδη τ' ἀκροθώρακ' ὄντα Diph.46
: [dialect] Ion. [suff] ἀκρο-θώρηξ Hp. ap. Erot.s.v. θωρῆξαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροθώραξ
См. также в других словарях:
ακροθώραξ — ἀκροθώραξ ( ακος) και ἀκροθώρηξ, ο, η (Α) αυτός που βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση μέθης, ο ελαφρά μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θώραξ < θωρήσσω «μεθώ»] … Dictionary of Greek