Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμερ-ήσιος

См. также в других словарях:

  • καλογερήσιος — α, ο καλογερικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ήσιος, πρβλ. ημερ ήσιος, μοσχαρ ήσιος] …   Dictionary of Greek

  • κορακησία — κορακησία, ἡ (Α) ονομασία πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + κατάλ. ήσιος (θ. ησία), πρβλ. ιτ ήσιος, ημερ ήσιος. Με το ουδ. ήσιον τής ίδιας κατάλ. σχηματίστηκε η λ. κορακ ήσιον*] …   Dictionary of Greek

  • φαγήσια — τὰ, Α (ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ήσιος (πρβλ. ἐτ ήσιος, ἡμερ ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ… …   Dictionary of Greek

  • νυκτερήσιος — και νυκτερίσιος, ον (Α) νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + κατάλ. ήσιος (πρβλ. ημερ ήσιος), που προτιμάται από τη γρφ. νυκτερ ίσιος(βλ. λ. νύχτα)] …   Dictionary of Greek

  • προτεράσιος — ία, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που ανήκει στην προηγούμενη ημέρα, στην προτεραία 2. το θηλ. ως ουσ. ἠ προτερασία η προτεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + κατάλ. ᾱσιος (αντί ήσιος*), πρβλ. ημερ ήσιος] …   Dictionary of Greek

  • φλεβαρήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φλεβάρη 2. αυτός που γίνεται κατά τον Φλεβάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ήσιος (πρβλ. ημερ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»