-
1 ημεροσκόπος
-
2 ἡμεροσκόπος
-
3 ημεροσκοπος
I2бодрствующий днем, несущий дневную стражу(φύλαξ Arph.)
IIὅ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph. -
4 ἡμερόσκοπος
ἡμερόσκοπ-ος, ον,A watching by day, : as Subst., day-watcher, Hdt.7.183, 192, S.Ant. 253, X.HG1.1.2, Aen. Tact.6.1,al.: metaph.,πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν ἕξω A.Th.66
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερόσκοπος
-
5 ἡμεροσκόπος
ἡμερο-σκόπος, ὁ, Tagwächter -
6 ημεροφυλαξ
-
7 ημεροσκόποις
-
8 ἡμεροσκόποις
-
9 ημεροσκόπους
-
10 ἡμεροσκόπους
-
11 ημεροσκόπων
-
12 ἡμεροσκόπων
-
13 ημεροσκόποι
-
14 ἡμεροσκόποι
-
15 ημεροσκόπον
-
16 ἡμεροσκόπον
-
17 ημερόσκοποι
-
18 ἡμερόσκοποι
-
19 ἡμεροφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμεροφύλαξ
См. также в других словарях:
ημεροσκόπος — ἡμεροσκόπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.) αρχ. επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν» … Dictionary of Greek
ἡμεροσκόπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόποις — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut dat pl ἡμεροσκόπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόπους — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem acc pl ἡμεροσκόπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόπων — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut gen pl ἡμεροσκόπος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόποι — ἡμεροσκόπος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροσκόπον — ἡμεροσκόπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερόσκοποι — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημεροσκοπώ — ἡμεροσκοπῶ, έω (Α) [ημεροσκόπος] είμαι ημεροσκόπος* … Dictionary of Greek
Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma … Wikipedia Español
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek