-
1 Ημερησία
Ἡμερησίᾱ, Ἡμερησίαfem nom /voc /acc dual——————Ἡμερησίᾱͅ, Ἡμερησίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ημερησία
ἡμερησίᾱ, ἡμερήσιοςof the day: fem nom /voc /acc dualἡμερησίᾱ, ἡμερήσιοςof the day: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἡμερησίᾱͅ, ἡμερήσιοςof the day: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Ημερήσια
-
4 Ἡμερήσια
-
5 ημερήσια
-
6 ἡμερήσια
-
7 ἡμερησία
Βλ. λ. ημερησία -
8 ἡμερησίᾳ
Βλ. λ. ημερησία -
9 Ἡμερησία
Βλ. λ. Ημερησία -
10 Ἡμερησίᾳ
Βλ. λ. Ημερησία -
11 Ημερησίας
-
12 Ἡμερησίας
-
13 ημερησίας
ἡμερησίᾱς, ἡμερήσιοςof the day: fem acc plἡμερησίᾱς, ἡμερήσιοςof the day: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἡμερησίας
ἡμερησίᾱς, ἡμερήσιοςof the day: fem acc plἡμερησίᾱς, ἡμερήσιοςof the day: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 Ημερησίαις
-
16 Ἡμερησίαις
-
17 ημερησίαν
-
18 ἡμερησίαν
-
19 χοῖνιξ
A choenix, a dry measure, esp. for corn, Hdt.1.192, etc.; the choenix of corn was one man's daily allowance, Id.7.187;ἡ γὰρ χ. ἡμερησία τροφή D.L.8.18
; given to slaves, Th.4.16; hence, ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, i. e. whoever eats of my bread, Od. 19.28: prov., ἐπὶ χοίνικος καθέζεσθαι, i. e. sit idle, live in idleness, Pythag. ap. Arist.Fr. 197, cf. Plu.2.703f, Ath.10.452e, Ael.VH1.26; οὐδὲ τὴν χ. ἔτι λήψει (of gold) Luc.Nav.27; χ. Ἀττική (1/48 of the μέδιμνος = 4 κοτύλαι) X.An.1.5.6; in Pap. usu. abbreviated χ, as in PCair.Zen.645.11 (iii B. C.), POxy.1044.3 (ii A. D.), etc. -
20 ἡμερήσιος
ἡμερ-ήσιος, [dialect] Dor. [pref] ἁμ-, α, ον, also ος, ον Plb.9.13.6, Str.7.1.5, Gem.18.4: ([etym.] ἡμέρα):—A of the day, τὰ ἡ. Hp.Mul.1.11;ὕπνοι Democr.212
; ἡ. φάος light as of the day, A. Ag.22;θεοί PMag.Leid.W.2.10
.II a day long, ἡ. ὁδός a day's journey, Hdt.4.101, Pl.R. 616b; ἡ. λόγος a speech lasting a whole day, Isoc.15.320;ἁ. χρόνος Ti.Locr.97c
, etc.;ζωή Plu.2.111c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερήσιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἡμερησία — Ἡμερησίᾱ , Ἡμερησία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησία — ἡμερησίᾱ , ἡμερήσιος of the day fem nom/voc/acc dual ἡμερησίᾱ , ἡμερήσιος of the day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡμερησίᾳ — Ἡμερησίᾱͅ , Ἡμερησία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίᾳ — ἡμερησίᾱͅ , ἡμερήσιος of the day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡμερήσια — Ἡμερησία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ημερησία — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Σμυρναϊκή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1899 από τον Ιω. Αναστασιάδη. Το 1906 η εφημερίδα μεταβιβάστηκε στον Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, ο οποίος σφαγιάστηκε το 1922, μαζί με τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Η εφημερίδα … Dictionary of Greek
ἡμερήσια — ἡμερήσιος of the day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡμερησίας — Ἡμερησίᾱς , Ἡμερησία fem acc pl Ἡμερησίᾱς , Ἡμερησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίας — ἡμερησίᾱς , ἡμερήσιος of the day fem acc pl ἡμερησίᾱς , ἡμερήσιος of the day fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek