-
1 ημεδαποίο
-
2 ἡμεδαποῖο
См. также в других словарях:
ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ημεδαποίο
2 ἡμεδαποῖο
ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)