-
1 ἡμί-δραχμον
ἡμί-δραχμον, τό, eine halbe Drachme, Poll. 6, 160; B. A. 263.
-
2 ἡμίδραχμον
ἡμί-δραχμον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίδραχμον
-
3 ἡμίδραχμον
ἡμί-δραχμον, τό, eine halbe Drachme
См. также в других словарях:
ημίδραχμον — ἡμίδραχμον, τὸ (Α) 1. μισή δραχμή 2. σταθμική μονάδα για φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί δραχμον, τρί δραχμον] … Dictionary of Greek