-
1 ἡμίδραχμον
ἡμί-δραχμον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίδραχμον
См. также в других словарях:
ημίδραχμον — ἡμίδραχμον, τὸ (Α) 1. μισή δραχμή 2. σταθμική μονάδα για φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί δραχμον, τρί δραχμον] … Dictionary of Greek