Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡλιῶτις

См. также в других словарях:

  • ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόθις — το εντομολ. έντομο τής οικογένειας νυκτιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliothis (< ηλιώτις, η «αυγή»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»