-
1 ἡλιώτης
A of the sun,ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν S.Tr. 697
;ἠελιῶτις αἴγλη AP7.601
(Jul.Aeg.);αὐγαί Paul.Al.M.3
; οἱ ἡλιῶται the inhabitants of the sun, Luc.VH1.17.II ἡλιῶτις, ἡ, [dialect] Ion. name for the dawn, EM440.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιώτης
См. также в других словарях:
ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… … Dictionary of Greek
ηλιόθις — το εντομολ. έντομο τής οικογένειας νυκτιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliothis (< ηλιώτις, η «αυγή»)] … Dictionary of Greek