-
1 ἡδυ-γνώμων
ἡδυ-γνώμων, ον, angenehmes Geistes, Ggstz von ἡδυσώματος, Xen. Conv. 8, 30.
-
2 ἡδυγνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυγνώμων
-
3 ἡδυγνώμων
ἡδυ-γνώμων, ον, angenehmes Geistes -
4 ηδυγνωμων
См. также в других словарях:
ηδυγνώμων — ἡδυγνώμων, ύγνωμον (Α) αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχο γνώμων, ευ γνώμων] … Dictionary of Greek