-
1 ηδυγνωμων
См. также в других словарях:
ηδυγνώμων — ἡδυγνώμων, ύγνωμον (Α) αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχο γνώμων, ευ γνώμων] … Dictionary of Greek