Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡδῠέπεια

См. также в других словарях:

  • ηδυέπεια — η (Α ἡδυέπεια) [ηδυεπής]. η γλυκύτητα τής ομιλίας, η ευπροσηγορία αρχ. ως επίθ. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επιθ. ηδυεπής* …   Dictionary of Greek

  • ἡδυέπεια — ἡδυεπής sweet speaking fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»