-
1 ηδυέπεια
-
2 ἡδυέπεια
-
3 σχοινοτένεια
σχοινο-τένεια, ἡ, poet.fem ofsq., formedA like ἡδυέπεια, μουνογένεια, of doubtful meaning,σ. ἀοιδὰ διθυράμβων Pi.Fr.79
A (= Dith.Oxy. 160 ii 1); perh. moving straight forward, rather than prolix.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινοτένεια
См. также в других словарях:
ηδυέπεια — η (Α ἡδυέπεια) [ηδυεπής]. η γλυκύτητα τής ομιλίας, η ευπροσηγορία αρχ. ως επίθ. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επιθ. ηδυεπής* … Dictionary of Greek
ἡδυέπεια — ἡδυεπής sweet speaking fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής … Dictionary of Greek