-
1 ηδύοινοι
-
2 ἡδύοινοι
-
3 ἡδύοινος
II ἡδύοινοι, οἱ, dealers in sweet wine, X.Vect.5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδύοινος
См. также в других словарях:
ἡδύοινοι — ἡδύοινος producing sweet wine masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] … Dictionary of Greek