-
1 ηγεμονικως
как подобает начальнику(τέν συμφορὰν ὑπομένειν Plut.)
ἡ. χρῆσθαί τισι Arst. — руководить кем-л.;ἡ. ἔχειν Plut. — обладать верховенством -
2 ηγεμονικώς
-
3 ἡγεμονικῶς
-
4 ήγεμονικός
ήγεμονικός, zum Anführer gehörig, ihn betreffend, ihm eigen; οὐκ ἰσχυρὸν οὐδ' ἡγεμονικὸν οὐδ' ἀρχικὸν εἶναι τὴν ἐπιστήμην Plat. Prot. 352 b; εἰ φιλόσοφός τε καὶ ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν, zum Anführer geeignet, Phaedr. 252 e; ἡγεμονικώτερος πρὸς τὴν πρᾶξιν, geeigneter den Anfang zu machen, Xen. Mem. 2, 3, 14; auch πρὸς τὰ πονηρά, dazu verleitend, Cyr. 2, 2, 25; Ὀδυσσέα τὸν ἡγεμονικώτατον ἄνδρα, der sich am besten auf das Anführen verstand, Pol. 9, 16, 1; ἡγεμ ονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ κατελέγησαν ἄνδρες Plut. Pomp. 26; οἱ ἡγεμόνες ὑπολαμβάνοντες ἡγεμονικὴν εἶναι τὴν πρώτην χώραν Pol. 10, 22, 2; ἡγ. ἐμπειρία ibd. 4; ἡγεμονικωτέρα τάξις, die Stellung, die sich besser für den Anführer ziemt, Plut. Poplic. 12; – τὸ ἡγεμονικόν, bei den Philosophen das leitende Princip, S. Emp. adv. Math. 7, 380, oft; D. L. 7, 159; Cic. de N. D. 2, 11. – Adv. ἡγεμονικῶς, z. B. συμφορὰν ὑπομένειν, eines Feldherrn würdig, Plut. Sertor. 27.
-
5 ήγεμονικός
ήγεμονικός, zum Anführer gehörig, ihn betreffend, ihm eigen; εἰ φιλόσοφός τε καὶ ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν, zum Anführer geeignet; ἡγεμονικώτερος πρὸς τὴν πρᾶξιν, geeigneter den Anfang zu machen; πρὸς τὰ πονηρά, dazu verleitend; Ὀδυσσέα τὸν ἡγεμονικώτατον ἄνδρα, der sich am besten auf das Anführen verstand; ἡγεμονικωτέρα τάξις, die Stellung, die sich besser für den Anführer ziemt; τὸ ἡγεμονικόν, bei den Philosophen das leitende Prinzip. Adv. ἡγεμονικῶς, z. B. συμφορὰν ὑπομένειν, eines Feldherrn würdig
См. также в других словарях:
ἡγεμονικῶς — ἡγεμονικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek