-
1 ασκώ
ἀσκέωwork: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀσκέωwork: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀσκόςskin: masc gen sg (doric aeolic)——————ἀσκόςskin: masc dat sg -
2 ἀσκῶ
Βλ. λ. ασκώ -
3 ἀσκῷ
Βλ. λ. ασκώ -
4 ασκώ
(ε) μετ.1) упражнять, тренировать (кого-л.); 2) заниматься (какой-л. деятельностью); практиковать (о враче, адвокате и т. п.); 3) осуществлять (правосудие и т. п.); пользоваться (властью и т. п.); 4) оказывать (давление);1) — упражняться; — тренироваться; — практиковаться;ασκούμαι
2) стажировать(ся) -
5 ασκώ
[γυμνάζω]üben -
6 ασκώ καλή επιρροή πάνω σε κάποιον
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > ασκώ καλή επιρροή πάνω σε κάποιον
-
7 ασκώ κριτική
-
8 ασκώ
kullanmak, yapmak, icra etmek -
9 ασκώ
exercer -
10 ασκώ
1) ćwiczyć czas.2) wywierać czas. -
11 ασκώ
1) cvičit2) provádět3) provozovat4) vykonávat -
12 ασκώ
1) exert2) practise3) pursueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασκώ
-
13 ἀσκός
ἀσκός, ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον οἶνον, ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔϑηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρϑαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῠ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.
-
14 ἀσκέω
ἀσκέω, 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀϑήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; ϑρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = ϑεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; ϑέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεϑλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληϑηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.
-
15 ἔν-ειμι
ἔν-ειμι (s. εἰμί, u. vgl. über den Accent von ἔνεσαν Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298), darin, dabei sein; absolut, wo der Zusammenhang die nähere Bestimmung angiebt, πολλοὶ δ' ἔνεσαν ὀιστοί Il. 21, 12, im Köcher; Od. 9, 164, im Schiffe; bes. = zu Hause sein; – mit dem dat., ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν Od. 10, 45; vgl. ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος Il. 24, 240; ἔνεστι τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. Prom. 224; τοῖς λόγοις ἔνεστι κέρδος Soph. El. 362; νοῠς ὑμῖν 1320; οἷς μὴ ἔνεστι ἔρως Plat. Conv. 186 d; ἐπιστήμη Prot. 352 b; πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Ar. Vesp. 441; ἔν τινι, ἄλφιτ' οὐκ ἔν. ἐν τῷ ϑυλάκῳ, Plut. 763; Aesch. ἐν τῷ τολμᾶν τίν' ὁρᾷς ἐνοῠσαν ζημίαν Prom. 382; κἂν γυναιξὶν ὡς Ἄρης ἔνεστιν Soph. El. 1236; ἐν οἷς πολλαὶ νουϑετήσεις ἔνεισι Plat. Prot. 326 a; vgl. ὅπου γὰρ ἂν ἐνῆτον Phil. 24 c; αὐτόϑι Thuc. 1, 104; – ἐνῆν γάρ, es stand in dem Vertrage, sequ. acc. c. inf., Thuc. 2, 20, wie Ar. Av. 974 ἔνεστι καὶ τὰ πέδιλα, sie stehen im Orakel, sind darin erwähnt; vgl. Equ. 122. – Ἐνέσται χρόνος, wird dazwischen vergehen, Thuc. 1, 80, vgl. 5, 38. Uebh. = vorhanden sein; τὰ ἐνόντα, das Vermögen, Plat. Rep. VI, 488 c; λόγοις ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι Dem. 18, 256, so mäßig, wie es die Umstände zulassen; vgl. Luc. Phalar. 1, 5. – Imperf. ἔνεστι, es liegt in der Sache, geht an, ist möglich, wobei man von Verbindungen ausgehen muß wie ἔνεστιν τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα Soph. Tr. 295, die wohlüberlegenden haben Furcht, können fürchten; ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτι ἀποστροφῆς Dem. 24, 9, war nicht mehr vorhanden, nicht mehr möglich; οὐκ ἔνεστιν ἐν τῇ ἐμῇ ἐπιστήμῃ τὸ ποιεῖν, es liegt nicht in meiner Kenntniß, sie reicht nicht so weit, Xen. Mem. 2, 6, 31; νόμῳ χρῆσϑαι ἔνεστί σοι Soph. Ant. 213; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν Phil. 1254; bes. bei den Rednern, πῶς ἔνεστι ἢ πῶς δυνατὸν τούτους κατεσκευάσϑαι Dem. 57, 24; auch Sp., wie Pol. 12, 11, 5; ὡς ἐνῆν ἄριστα, so gut, als es nur anging, Luc. Tyrann. 17; als partic. absolut, wie ἐξόν, ὡς οὐκ ἐνὸν ἀπραγμόνως εὐπορῆσαι Luc. gymn. 9; vgl. Peregr. 25; ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσϑαι Hdn. 8, 3, 5; πέρας οὐδὲν ἐνὸν ἡδονῶν ἐν αὐτοῖς, da in ihnen kein Ziel stattfindet, Plat. Phil. 26 b; aber auch πολλῶν ἐνόντων καὶ ἄλλων λέγειν, obwohl man noch viel Anderes sagen kann, Dion. Hal. 7, 41; κατὰ τὸν ἐνόντα τρόπον, nach Möglichkeit, Synes. Vgl. ἔνι.
-
16 εγχεω
(aor. ἐνέχεα - эп. ἐνέχευα; pf. pass. ἐγκέχυμαι)1) вливать, наливать(οἶνον (ἐν) χρυσείῳ δέπαϊ и ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ - in tmesi, μέθυ δεπάεσσιν Hom.; φάρμακον Xen., Plut.; ὄξος ἔς τι Arph.; τὸ εἰς τέν τέφραν ἐγχεόμενον ὕδωρ Arst.)
ἐ. σπονδήν Arph. — наливать вино для возлияний;ἐ. ὕδωρ τινί Dem. или ἐ. τινι Luc. — наливать воды в водяные часы, т.е. дать кому-л. слово ( длительность судебных речей регулировалась по водяным часам);2) наливать, наполнять(φιάλην τινί Xen.; βαθὺν κρατῆρα Soph.)
3) всыпать, насыпать(ἄλφιτα δοροῖσιν Hom. - in tmesi)
-
17 βία
η1) сила (физическая); 2) сила, насилие, принуждение;τα ίχνη βίας — следы насилия;
ασκώ ( — или μεταχειρίζομαι) βία — применять силу;
με τη βία — или διά της βίας — силой, насильно, по принуждению;
(μόλις καί) μετά βίας — с (большим) трудом; — насилу (разг);
3). поспешность, торопливость;με πολλή ( — или μεγάλη) βία — а) очень быстро, поспешно, торопливо; — б) наскоро, наспех; — впопыхах;
έχω μεγάλη βία — торопиться, спешить;
δεν είναι (καμμιά) βία — не к спеху, не горит;
γιατί τόση βία; — к чему такая спешка?;
§ εν βία — наспех, второпях, впопыхах;
-
18 έλξη
[-ις (-εως)] η1) таскание, волочение; 2) тяга (действие); перевозка;έλξη δι' ατμού — паровая тяга;
ίππος έλξεως — тягловая (ездовая.) лошадь;
έλξη δ* ίππων — конная тяга;
3) физ. тяготение, притяжение;παγκόσμια έλξη — всемирное тяготение;
έλξη βαρύτητας — сила тяжести;
4) перен. влечение, тяга; притягательная сила, привлекательность;ασκώ έλξη επί., — привлекать, очаровывать, пленять кого-л.;
γυναίκα με μεγάλη έλξη — очень привлекательная женщина;
5) грам, аттракция;6) хим. тенденция к соединению -
19 επίδραση
[-ις (-εως)] η влияние, воздействие, действие;ασκώ ( — или εξασκώ) επίδραση επί τίνος — оказывать влияние на кого-л.;
υφίσταμαι την επίδραση — поддаваться влиянию;
μέσο επίδρασης — средство воздействия
-
20 πίεση
[-ις (-εως)] η1) давление;ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;
πίεση αρτηριακή — или πίεση του αίματος — кровяное давление;
έχει μεγάλη πίεση — у него повышенное давление;
2) сжатие; прессование;3) перен. давление; нажим;εξασκώ ( — или ασκώ) πίεση σε κάποιον — оказывать на кого-л. давление;
υπό την πίεση — под нажимом
См. также в других словарях:
ασκώ — ασκώ, άσκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… … Dictionary of Greek
ασκώ — άσκησα, ασκήθηκα, ασκημένος 1. γυμνάζω, εξασκώ, εκπαιδεύω: Ασκεί τους μαθητές στο σχηματισμό προτάσεων με ορισμένη λέξη. 2. ασχολούμαι συνεχώς με κάτι, έχω ως επάγγελμα: Ασκεί με επιτυχία το επάγγελμα του χημικού. 3. εκτελώ, εφαρμόζω, επιβάλλω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκῶ — ἀσκέω work pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσκέω work pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀσκός skin masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκῷ — ἀσκός skin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικάρω — ασκώ κριτική, συνήθως αρνητική, σε κάποιον ή σε κάτι («η μόνιμη ασχολία της είναι να κριτικάρει τους συναδέλφους της»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. σχηματισμένη με την ξεν. κατάλ. άρω, πρβλ. αγγλ. criticize < αγγλ. critic (< κριτική) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
λογοκρίνω — ασκώ λογοκρισία … Dictionary of Greek
νομαρχεύω — ασκώ τα καθήκοντα του νομάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβολαιογραφώ — ασκώ το επάγγελμα του συμβολαιογράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκῶι — ἀσκῷ , ἀσκός skin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek