-
1 παγκόσμιος
α, ο [ος и ία, ον]1) мировой; всемирный, всеобщий;παγκόσμια ειρήνη — всеобщий мир;
ο παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
έχει παγκόσμια σημασία ( — это) имеет всемирное значение;
2) международный; интернациональный;παγκόσμια έκθεση — международная выставка;
§ παγκόσμίο έλξις физ. — всемирное тяготение
-
2 ειρήνη
η1) мир;παγκόσμια ειρήνη — мир во всём мире;
στα- θερή ειρήνη — прочный мир;
τό έργο τής ειρήνης — дело мира;
η πάλη ( — или ο αγώνας) γιά την ειρήνη — борьба за мир;
έργα ειρήνης — мирные дела;
2) мир, мирный договор;συνομολογώ ( — или συνάπτω) ειρήνη — заключать мир; — подписывать мирный договор;
3) спокойствие, тишина -
3 έλξη
[-ις (-εως)] η1) таскание, волочение; 2) тяга (действие); перевозка;έλξη δι' ατμού — паровая тяга;
ίππος έλξεως — тягловая (ездовая.) лошадь;
έλξη δ* ίππων — конная тяга;
3) физ. тяготение, притяжение;παγκόσμια έλξη — всемирное тяготение;
έλξη βαρύτητας — сила тяжести;
4) перен. влечение, тяга; притягательная сила, привлекательность;ασκώ έλξη επί., — привлекать, очаровывать, пленять кого-л.;
γυναίκα με μεγάλη έλξη — очень привлекательная женщина;
5) грам, аттракция;6) хим. тенденция к соединению -
4 συζητητικώς
επίρρ. путём дискуссии, переговоров;
См. также в других словарях:
παγκόσμια έλξη — Bλ. λ. έλξη παγκόσμια … Dictionary of Greek
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… … Dictionary of Greek
Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας — Διεθνής γιορτασμός της μητέρας, ως φόρος τιμής προς τις μητέρες όλου του κόσμου για τις προσπάθειές τους να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Η Π. Η. της Μ. γιορτάζεται την 1η Κυριακή του Μαΐου κάθε χρόνο … Dictionary of Greek
Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
αερίων, παγκόσμια σταθερά των- — Θερμοδυναμικό μέγεθος· R = 0,082056 λίτρα ατμόσφαιρες (βλ. λ. θερμοδυναμική) … Dictionary of Greek
Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek