Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἠϑικῶς

См. также в других словарях:

  • ἠθικῶς — ἠθικός moral adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • обычаинѣ — (1*) нар. Как принято, как положено: ѥгда же почитаю иноѥ || ѥго исповѣданье... а реку ѡбразнѣ обычаинѣ и преводнѣ. ˫ако ползовати многымъ. не токмо почитати писань˫а. но высок вѣдѣти (ἠϑικῶς) ГБ XIV, 171–172 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 …   Dictionary of Greek

  • ενάρετος — η, ο (AM ἐνάρετος, η, ο ν) αυτός που ζει ή γίνεται με αρετή, χρηστός, ηθικός («ἔνδοξον καὶ ἐνάρετον ἀρχήν», Ηρωδιαν.) αρχ. 1. γενναίος, ανδρείος 2. παραγωγικός, εύφορος. επίρρ... εναρέτως, α 1. με τρόπο ενάρετο, χρηστώς, ηθικώς 2. γενναίως,… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κατουμύζω — (Μ) κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω για συγκατάνευση ή από εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταμύω «καταβάλλομαι, καταπίπτω ηθικώς»] …   Dictionary of Greek

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

  • λερώνω — (Μ λερώνω) [λερός] ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν τό αγόρασα το βιβλίο και τό λέρωσα») νεοελλ. 1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο») 2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»