-
1 ηχέτα
ἠχέτηςclear-sounding: masc nom sg (epic)ἠχέτᾱ, ἠχέτηςclear-sounding: masc nom /voc /acc dualἠχέτηςclear-sounding: masc voc sgἠχέτᾱ, ἠχέτηςclear-sounding: masc gen sg (doric aeolic) -
2 ἠχέτα
ἠχέτηςclear-sounding: masc nom sg (epic)ἠχέτᾱ, ἠχέτηςclear-sounding: masc nom /voc /acc dualἠχέτηςclear-sounding: masc voc sgἠχέτᾱ, ἠχέτηςclear-sounding: masc gen sg (doric aeolic) -
3 ἠχέτης
ἠχέτης, ου, ὁ, [dialect] Ep. [full] ἠχέτᾰ, [dialect] Dor. [full] ἀχέτας, [full] ἀχέτᾰ, ([etym.] ἠχέω)A clear-sounding, musical, shrill,δόναξ ἀχέτας A.Pr. 575
(lyr.); (lyr.); epith. of the cicada, chirping,ἠχέτα τέττιξ Hes.Op. 582
, AP 7.201 (Pamphil.); ἀχέτατ. ib. 213 (Arch.): abs., ἀχέτας, ὁ, the chirper, i.e. the male cicada, Anan.5.6, Ar. Pax 1159 (lyr.), Av. 1095 (lyr.), cf. Arist.HA 532b16, 556a20: Orph.A. 1250 has [dialect] Ep.acc. ἠχέτα πορθμόν the sounding strait. -
4 ηχέται
ἠχέτηςclear-sounding: masc nom /voc plἠχέτᾱͅ, ἠχέτηςclear-sounding: masc dat sg (doric aeolic) -
5 ἠχέται
ἠχέτηςclear-sounding: masc nom /voc plἠχέτᾱͅ, ἠχέτηςclear-sounding: masc dat sg (doric aeolic) -
6 ταναηχέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταναηχέτης
-
7 τανυηχέτα
τᾰνυ-ηχέτᾰ, ὁ,A v.l. for ταναηχέτα, Opp.C. 2.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυηχέτα
-
8 τηλέφιλον
τηλέφῐλον, τό,A love-in-absence, the leaf of some plant used as a charm by lovers to try whether their love was returned; the leaf was laid on the hand or arm and struck smartly, and its adhesion (or a loud crack, or a red colour, acc. to Sch.) was a favourable omen,οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα Theoc.3.29
, cf. Sch. ad loc., Poll.9.127;τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα μαντῴου μάξατο κισσυβίου AP5.295
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλέφιλον
-
9 ἰύζω
Grammatical information: v.Meaning: `cry aloud, howl' (Il.)Other forms: Aor. ἰύξαι (Pi. P. 4, 237). Also ἀν-ιύζω (Q. S.). Cf. ἀβιυκτον (cod. - ηκτον) ἐφ' οὗ οὐκ ἐγένετο βοη ἀπολλυμένου H., and ἐκβιούζει θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς H. (DELG explains the F as analogy after ἰάχω, which seems unnecessarily complicated (s. below).Derivatives: ἰυγή (Orac. ap. Hdt. 9, 43, S., Nic.), ἰυγμός (Σ 572, A., E.) `crying', also ἰύγματα pl. `id.' (A. Dict. in PSI 11, 1209, 17); ἰύκτης m. `howler, flutist', only in ἰύκτᾰ (Theoc. 8, 30; after ἠπύτα, ἠχέτα, Fraenkel Nom. ag. 1, 223). With secondary nasalization ἰυγκτόν τορόν [`piercing'] and ἰυγγοδρομεῖν ἐκβοηθεῖν. Βοιωτοί H. (after βοηδρομεῖν; false for ἰυγο- ?); also Ίυγγίης Διόνυσος H. with Ίύγγιος Thess. month-name; details in E. Kretschmer Glotta 18, 98.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On ἴυγξ s. v. Verbalized interjection, cf. ἰΰ (Hdn. Gr. 1, 506; or backformation form ἰύζω?). Also ἰού, ἰώ, ἰαῦ, but these may have had another initial (s. below). S. Schwyzer-Debrunner 600. (From the interjection also Ἴυος surname of Dionysos (Lycaonia; cf. Robinson AmJournArch. 31, 26ff., Wahrmann Glotta 19, 161). - The forms ἀβίυκτον (cod. - ηκτον) ἐφ' οὗ οὑκ ἐγένετο βοη ἀπολλυμένου (cf. Latte l. c.) and ἐκβιούζει θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς H., point to *Ϝιύζω (s. above). Cf. Schulze Kl. Schr. 335. Fur. 277. - Further W.-Hofmann s. iūbilō, Pok. 514. S. also ἰβύ and 1. αὔω. - The word is typically Pre-Greek (e.g. the prenasalization; note the notation - βιουζει with ου).As Pre-Greek does not seem to know a sequence of two full vowels, I assume that it had (here initial) *wy-, a palatalized *w. See also on ἴυγξ.Page in Frisk: 1,744-745Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰύζω
См. также в других словарях:
ἠχέτα — ἠχέτης clear sounding masc nom sg (epic) ἠχέτᾱ , ἠχέτης clear sounding masc nom/voc/acc dual ἠχέτης clear sounding masc voc sg ἠχέτᾱ , ἠχέτης clear sounding masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
SCOLYMUS — Graece Σκόλυμος, male cum cinara seu carduo nonnullis confunditur, cinara enim seu cactus aut earduus Graeciae ignotus prorsus. At Scolymum in cibis Oriens et tota Graecia receperat. Plin. l. 22. c. 22. Scolymum quoque in cibis recepit Oriens et… … Hofmann J. Lexicon universale
κυανόπτερος — κυανόπτερος, ον (Α) (για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνό πτερος, υμενό πτερος)] … Dictionary of Greek
ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] … Dictionary of Greek
τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… … Dictionary of Greek
ἠχέται — ἠχέτης clear sounding masc nom/voc pl ἠχέτᾱͅ , ἠχέτης clear sounding masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯ā̆gh-, suā̆ gh- — u̯ā̆gh , suā̆ gh English meaning: to cry, sound Deutsche Übersetzung: ‘schreien, schallen” Material: Gk. ἠχή, Dor. ἀ̄χά: f. “ clangor, noise”, ἠχώ, οῦς f. “ clangor, sound, tone, Widerhall”, ἦχος (ark. Fᾶχος) m. ds., ἠχέω ‘schalle … Proto-Indo-European etymological dictionary