-
1 ποιν-ηλασία
ποιν-ηλασία, ἡ, Verfolgung durch die Rachegöttinnen, von ihnen ausgehende Qual u. Pein; auch Eintreibung der verhängten Strafe, Sp.
-
2 στρατ-ηλασία
στρατ-ηλασία, ἡ, ion. στρατηλασίη, Heereszug, Feldzug; Her. oft, στρατηλασίην ἐπ' Αἴγυπ τον ἐποιέετο, 2, 1; Sp., wie Plut. Auch das Heer selbst, Her. 8, 140, 1.
-
3 τροχ-ηλασία
τροχ-ηλασία, ἡ, das Wagenlenken, Fahren, überh. Bewegung, Hippocr.
-
4 κρικ-ηλασία
κρικ-ηλασία, ἡ, das Treiben des Kreises, Reifschlagen, ein Spiel der Knaben, Sp.
-
5 κυν-ηλασία
κυν-ηλασία, ἡ, Jagd mit Hunden, Callim. Dian. 217.
-
6 κωπ-ηλασία
κωπ-ηλασία, ἡ, das Rudern, Schol. Ar. Ran. 271 u. a. Sp.
-
7 κιρκ-ηλασία
κιρκ-ηλασία, ἡ, das Treiben des Spielrades?
-
8 ζευγ-ηλασία
ζευγ-ηλασία, ἡ, das Fahren mit einem Gespann, Eust.
-
9 καμηλ-ηλασία
καμηλ-ηλασία, ἡ, das Reiten auf Kameelen.
-
10 ξεν-ηλασία
ξεν-ηλασία, ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.
-
11 διφρ-ηλασία
διφρ-ηλασία, ἡ, das Fahren, Pind. Ol. 3, 40.
-
12 δημ-ηλασία
δημ-ηλασία, ἡ, Verbannung, Aesch. Suppl. 6.
-
13 βο-ηλασία
βο-ηλασία, ἡ, 1) Wegtreiben der Rinder, Rinderraub, Iliad. 11, 672 ( ἅπαξ εἰρημ.); Plut. Thes. 30. – 2) das Hüten der Rinder, auch der Ort, Rindertrift, Ep. ad. 398 (VII, 626). – 3) der Ochsenritt, Hel. 10. 31.
-
14 θε-ηλασία
θε-ηλασία, ἡ, göttliches Verhängniß, Schol. Soph. Ir. 1237.
-
15 λε-ηλασία
λε-ηλασία, ἡ, das Beutewegtreiben, Beutemachen; Xen. Hier. 1, 36; Ap. Rh. 2, 302. Von
-
16 οἰστρ-ηλασία
οἰστρ-ηλασία, ἡ, das Stechen der Bremse, welches das Vieh herumtreibt und in Wuth versetzt, u. übertr., die Wuth, heftige Leidenschaft, Sp.
-
17 ἁρματ-ηλασία
ἁρματ-ηλασία, ἡ, die Art, den Wagen (Streitwagen) zu fahren, τῶν Κυρηναίων Xen. Cyr. 6, 1, 27; Luc. Dem. enc. 23.
-
18 ἰχν-ηλασία
ἰχν-ηλασία, ἡ, das Spurverfolgen, Poll. 5, 11, so richtiger als ἰχνηλατία, vgl. Lob. zu Phryn. 507.
-
19 ῥῑν-ηλασία
ῥῑν-ηλασία, ἡ, das Spüren der Nase, bes. des Hundes, Longus 1, 21; Suid.
-
20 αρματηλασια
См. также в других словарях:
θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… … Dictionary of Greek
καμηληλασία — η (Α καμηληλασία) η οδήγηση καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλασία, κωπ ηλασία] … Dictionary of Greek
κρανιηλασία — η παλαιό στρατιωτικό ιππευτικό αγώνισμα κατά το οποίο ο ιππέας που έτρεχε χτυπούσε με το ξίφος ή με το σπαθί του το κεφάλι ανθρώπινου ομοιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + ηλασία (< ήλατος < ελατός < ελαύνω), πρβλ. ζευγ ηλασία, ξεν ηλασία] … Dictionary of Greek
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek
κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
μυστηλασία — μυστηλασία, ἡ (Α) η καθοδήγηση τών μυστών ή η εκδίωξη τών μεμυημένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηλασία (< ήλατος < ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλασία. Το η τού θ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek