-
1 ξεν-ηλασία
ξεν-ηλασία, ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.
-
2 ξενηλασία
ξεν-ηλᾰσία, ἡ, at Sparta,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενηλασία
-
3 ξενηλασία
ξεν-ηλασία, ἡ, Vertreibung der Fremden -
4 ξενηλασια
ἥ преимущ. pl.1) изгнание чужеземцев Plut.ξενηλασίας ποιεῖν τινων Plat. — изгонять кого-л. из страны (как чужеземцев);
ξενηλασίαις ἀπείργειν τινά τινος Thuc. — в порядке изгнания из страны лишать кого-л. чего-л.2) изгнание из страны, выселение(τεχνῶν Plut.)
См. также в других словарях:
θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… … Dictionary of Greek
κρανιηλασία — η παλαιό στρατιωτικό ιππευτικό αγώνισμα κατά το οποίο ο ιππέας που έτρεχε χτυπούσε με το ξίφος ή με το σπαθί του το κεφάλι ανθρώπινου ομοιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + ηλασία (< ήλατος < ελατός < ελαύνω), πρβλ. ζευγ ηλασία, ξεν ηλασία] … Dictionary of Greek
κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
μυστηλασία — μυστηλασία, ἡ (Α) η καθοδήγηση τών μυστών ή η εκδίωξη τών μεμυημένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηλασία (< ήλατος < ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλασία. Το η τού θ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek