-
1 ἰχνηλατία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχνηλατία
-
2 ἰχν-ηλασία
ἰχν-ηλασία, ἡ, das Spurverfolgen, Poll. 5, 11, so richtiger als ἰχνηλατία, vgl. Lob. zu Phryn. 507.
См. также в других словарях:
ιχνηλατία — ἰχνηλατία και ἰχνηλατεία, ἡ (Α) πιθ. εσφ. ανάγνωση τού ιχνηλασία* … Dictionary of Greek