-
1 ἠλίθιος
II foolish, silly,εὐηθίη Hdt.1.60
;ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Pl.Phd. 95c
;νόμος PThead.25.7
(iv A.D.); freq. of persons, E.Cyc. 537, Ar.Ach. 443, etc.: [comp] Comp.- ώτερος X.Smp.3.6
: [comp] Sup. ; ἠλίθιόν [ἐστι] c. inf., Arist.Pol. 1286a12, prob. in Antiph.58; also ἠλιθίων ἐστί is the mark of a fool, Phld.Po.5.32. Adv.-ίως, διακεῖσθαι Lys.1.10
; , cf. Theoc.10.40: [comp] Comp. : neut. ἠλίθιον as Adv., Ar.Nu. 872.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλίθιος
-
2 ἠλίθιος
ἠλίθιος (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίϑιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῠ μήϑ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίϑιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιϑίαν ὁδὸν ἦνϑον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιϑίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιϑίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιϑιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίϑιον ϑάῤῥος ϑαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιϑίως διακεῖσϑαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий