-
1 ακεραιος
21) беспримесный, чистый(ὕδωρ Arst.; χρυσός Plut.)
2) чистокровныйἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ΄ ἄπο Eur. — сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии
3) нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший(πόλις Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; χώρα Dem.)
ἐξ ἀκεραίου Polyb. — сызнова, со свежими силами;ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν Polyb. — оставить в прежнем положении4) свежий, не изнуренный(δύναμις Thuc.; λόχοι Xen.: φάλαγξ Polyb.)
5) не оскверненный, непорочный(λέχος Eur.)
ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. — не испорченный дурными нравами -
2 δυσαρμοστια
-
3 ενοικειοω
-
4 ηγεμων
Iдор. ἁγεμών - όνος ὅ и ἥ1) (тж. ὁδοῦ ἡ. Xen.) (про)вожатый, проводник(τοῦ πλοῦ Thuc.; ἡ. τινι Soph. и τινος Aesch.)
ἡ. γενέσθαι τινὴ τῆς ὁδοῦ Her. — указать кому-л. путь;ἥ ἀναισχυντία ἐπὴ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. (ἐστιν) Xen. — бесстыдство ведет ко всем порокам;ἡ. παρὰ νηΐ Hom. — водитель корабля, кормчий2) руководитель, наставник(τοῦ ζῆν ἡδέως Xen.; ἠθῶν χρηστῶν τινι Plat.; τῆς εἰρήνης Dem.)
3) (sc. τῆς ἀπήνης) возница Soph.4) предводитель, глава, вождь(Δαναῶν Hom.; τοῦ ἔθνους Arst.)
5) (вое)начальник, командующий(φυλάκων Hom.; νεῶν Aesch.; στρατηγὸς καὴ ἡ. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her.)
6) правитель(γῆς τῆσδε Soph.; πόλεως Plat.)
7) (лат. procurator) наместник(Πιλᾶτος ὅ ἡ. NT.)
8) (лат. imperator или princeps) император, цезарь(θύειν ὑπὲρ τοῦ ἡγεμόνος Plut.)
9) ( у животных) вожак(τῶν προβάτων Arst.)
10) стих. = πυρρίχιος См. πυρριχιοςII2, gen. όνος1) главный, руководящий(ἀνήρ Plat.)
2) ведущий, направляющий(ψυχῆς μέρη Plat.; πόδες, sc. τῶν ζῷων Arst.)
ναῦς ἡ. Aesch. — корабль командующего, флагманское судно -
5 καθομαλιζω
выравнивать, сглаживать, смягчать(ἀτοπίας καὴ ἀπιστίας ἠθῶν Plut. - v. l. καθομιλέω)
-
6 έκλυση
-
7 ελευθέριος
-
8 ημέρωμα
τό1) приручение, укрощение (животных); 2) успокоение; смягчение;ημέρωμα ηθών — смягчение нравов;
3) культивирование, облагораживание (растений);4) цивилизация -
9 προσβολή
η1) оскорбление, обида;βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;
προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);
υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;
ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;
καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;
αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;
τί προσβολ! — какое оскорбление!;
2) атака, нападение;υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;
3) воен, поражение (цели);4) мед. поражение;η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);
5) мед. приступ, атака;καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;
εγκεφαλική προσβολ — инсульт;
6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;
7) галоп (лошади)
См. также в других словарях:
ἠθῶν — ἠ̱θῶν , ἦθος an accustomed place neut gen pl (attic epic doric) ἠθέω sift pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤθων — ἠθέω sift pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
ηθογραφία — Λογοτεχνικός όρος. Σημαίνει την απεικόνιση και περιγραφή σε πεζό ή έμμετρο λόγο του τρόπου ζωής ενός λαού και ιδιαίτερα των ηθών και των εθίμων του. Στα νεοελληνικά γράμματα συστηματικότερη ηθογράφηση του λαού εμφανίζει η λογοτεχνία των δύο… … Dictionary of Greek
ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek