Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πυρριχιος

См. также в других словарях:

  • πυρρίχιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίχιος — Λεγόταν και πυρρίχη. Σπαρτιατικός μιμητικός πολεμικός χορός, ίσως ένα είδος υπορχήματος. Εικάζεται πως η προέλευσή του ήταν δωρική και πως ήρθε από την Κρήτη. Ο π. ήταν ουσιαστικά χορευτική απομίμηση μάχης, και τη χόρευαν με τη συνοδεία αυλού ή… …   Dictionary of Greek

  • πυρρίχιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρρίχη: Πυρρίχιος χορός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρριχίου — πυρρίχιος of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρριχίων — πυρρίχιος of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρριχίῳ — πυρρίχιος of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίχιοι — πυρρίχιος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίχιον — πυρρίχιος of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρριχιακός — ή, όν, Α [πυρρίχιος] πυρρίχιος …   Dictionary of Greek

  • τροχαιοπυρρίχιος — ὁ, Μ (μετρ.) ο τροχαίος και πυρρίχιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + πυρρίχιος] …   Dictionary of Greek

  • Byzantine dance — History Greek Dance in Antiquity was originally held to have some kind of educational value, as evidenced in Plato s dialogues on this point in The Laws. However, as Greek culture gradually conquered Rome, dancing lost most of its educational… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»