-
1 πυρριχιος
I2(ῐχ) пиррихийский(ὄρχημα Luc.)
π. πούς стих. — пиррихийская или пиррихиева стопа, пиррихий (UU)IIὅ (sc. πούς) пиррихий ( стопа UU) -
2 ηγεμων
Iдор. ἁγεμών - όνος ὅ и ἥ1) (тж. ὁδοῦ ἡ. Xen.) (про)вожатый, проводник(τοῦ πλοῦ Thuc.; ἡ. τινι Soph. и τινος Aesch.)
ἡ. γενέσθαι τινὴ τῆς ὁδοῦ Her. — указать кому-л. путь;ἥ ἀναισχυντία ἐπὴ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. (ἐστιν) Xen. — бесстыдство ведет ко всем порокам;ἡ. παρὰ νηΐ Hom. — водитель корабля, кормчий2) руководитель, наставник(τοῦ ζῆν ἡδέως Xen.; ἠθῶν χρηστῶν τινι Plat.; τῆς εἰρήνης Dem.)
3) (sc. τῆς ἀπήνης) возница Soph.4) предводитель, глава, вождь(Δαναῶν Hom.; τοῦ ἔθνους Arst.)
5) (вое)начальник, командующий(φυλάκων Hom.; νεῶν Aesch.; στρατηγὸς καὴ ἡ. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her.)
6) правитель(γῆς τῆσδε Soph.; πόλεως Plat.)
7) (лат. procurator) наместник(Πιλᾶτος ὅ ἡ. NT.)
8) (лат. imperator или princeps) император, цезарь(θύειν ὑπὲρ τοῦ ἡγεμόνος Plut.)
9) ( у животных) вожак(τῶν προβάτων Arst.)
10) стих. = πυρρίχιος См. πυρριχιοςII2, gen. όνος1) главный, руководящий(ἀνήρ Plat.)
2) ведущий, направляющий(ψυχῆς μέρη Plat.; πόδες, sc. τῶν ζῷων Arst.)
ναῦς ἡ. Aesch. — корабль командующего, флагманское судно
См. также в других словарях:
πυρρίχιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχιος — Λεγόταν και πυρρίχη. Σπαρτιατικός μιμητικός πολεμικός χορός, ίσως ένα είδος υπορχήματος. Εικάζεται πως η προέλευσή του ήταν δωρική και πως ήρθε από την Κρήτη. Ο π. ήταν ουσιαστικά χορευτική απομίμηση μάχης, και τη χόρευαν με τη συνοδεία αυλού ή… … Dictionary of Greek
πυρρίχιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρρίχη: Πυρρίχιος χορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρριχίου — πυρρίχιος of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχίων — πυρρίχιος of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχίῳ — πυρρίχιος of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχιοι — πυρρίχιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχιον — πυρρίχιος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακός — ή, όν, Α [πυρρίχιος] πυρρίχιος … Dictionary of Greek
τροχαιοπυρρίχιος — ὁ, Μ (μετρ.) ο τροχαίος και πυρρίχιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + πυρρίχιος] … Dictionary of Greek
Byzantine dance — History Greek Dance in Antiquity was originally held to have some kind of educational value, as evidenced in Plato s dialogues on this point in The Laws. However, as Greek culture gradually conquered Rome, dancing lost most of its educational… … Wikipedia