Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠθοποιοῦ

  • 1 ηθοποιού

    ἠθοποιέω
    mould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    ἠθοποιέω
    mould the character of: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    ἠθοποιέω
    mould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    ἠθοποιός
    forming character: masc /fem /neut gen sg

    Morphologia Graeca > ηθοποιού

  • 2 ἠθοποιοῦ

    ἠθοποιέω
    mould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    ἠθοποιέω
    mould the character of: pres imperat mp 2nd sg (attic)
    ἠθοποιέω
    mould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)
    ἠθοποιός
    forming character: masc /fem /neut gen sg

    Morphologia Graeca > ἠθοποιοῦ

  • 3 εξωτερικός

    η, ό[ν]
    1) внешний, наружный;

    εξωτερική τσέπη;

    наружный карман;

    εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;

    εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;

    εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;

    εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;

    τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;

    εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;

    2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;

    εξωτερική αγορά — внешний рынок;

    εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;

    εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;

    υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;

    3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;

    εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;

    4) перен. внешний, поверхностный;

    § εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;

    ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;

    δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;

    ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;

    τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;

    τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξωτερικός

См. также в других словарях:

  • ἠθοποιοῦ — ἠθοποιέω mould the character of imperf ind mp 2nd sg (attic) ἠθοποιέω mould the character of pres imperat mp 2nd sg (attic) ἠθοποιέω mould the character of imperf ind mp 2nd sg (attic) ἠθοποιός forming character masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντάγκλας, Κερκ — (Kirk Douglas, Νέα Υόρκη 1916 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού Ισούρ Ντανιέλοβιτς (Issur Danielovitch). Με το χαρακτηριστικό «λακάκι» στο σαγόνι του, μαζί με τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Γκρέγκορι Πεκ και… …   Dictionary of Greek

  • Ταΐροφ, Αλεξάντρ Γιακόβλεβιτς — (ψευδώνυμο του Α.Γ. Κόρνμπλιτ, Ρόμνι 1885 – Μόσχα 1950). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Ερασιτέχνης ηθοποιός στα φοιτητικά του χρόνια, αφού πήρε το δίπλωμά του αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 1914… …   Dictionary of Greek

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Αλκαίος, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1785 – Άργος 1833).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Θ. Μεϊμάρογλου (χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μυτιληναίος και Λέσβιος). Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, όταν Έλληνες πατριώτες του Βουκουρεστίου ίδρυσαν εκεί ελληνικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»