Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἠθοποιοῦ

  • 1 игра

    игра
    ж
    1. τό παιγνίδι:
    \игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·
    2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:
    Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·
    3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο.

    Русско-новогреческий словарь > игра

  • 2 коронн

    коронн
    |ый прил τοϋ στέμματος· ◊ \коронная роль театр. ὁ καλλίτερος ρόλος ήθοποιοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > коронн

  • 3 encore

    ['oŋko:]
    noun, interjection
    ((a call from an audience for) a repetition of a performance, or (for) a further performance: The audience cried `Encore!'; The singer gave two encores.) ανάκληση του ηθοποιού στη σκηνλη με επευφημίες,μπιζάρισμα

    English-Greek dictionary > encore

  • 4 актерство

    ουδ.
    η ηθοποιία, το επάγγελμα του ηθοποιού. || υποκρισία.

    Большой русско-греческий словарь > актерство

  • 5 ангажемент

    α.
    παλ. εργασία ηθοποιού με συμβόλαιο, αγκαζάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > ангажемент

  • 6 вызов

    α.
    1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•

    вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.

    || ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).
    2. κλήση (δικαστική)•

    получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•

    вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•

    вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.

    || κάλεσμα σε μονομαχία•

    бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.

    || περιφρόνηση•

    вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•

    вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вызов

  • 7 выходной

    επ.
    1. της εξόδου•

    -ая дверь θύρα εξόδου• -όθ•

    отверстие οπή διαφυγής ή εκροής.

    2. γιορτινός, επίσημος•

    выходной костюм γιορτινό κοστούμι.

    3. της αργίας•

    выходной день μέρα αργίας.

    4. ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία•

    она сегодня -ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έχει ρεπό.

    εκφρ.
    - ое пособие – χρηματικό βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο•
    - ая роль – βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού•
    -ые сведения ή данные – στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > выходной

  • 8 дебют

    α.
    1. έναρξη, πρώτο ξεκίνημα ηθοποιού στη σκηνή, ντεμπουτάρισμα, ντεμπούτο. || αρχή, έναρξη έργου, τα πρώτα βήματα.
    2. η πρώτη κίνηση στο παιγνίδι, το έβγα, το άνοιγμα•

    ферзевый дебют το άνοιγμα με τη βασίλισσα.

    Большой русско-греческий словарь > дебют

  • 9 коронный

    επ.
    του στέμματος.
    εκφρ.
    - ая роль – ο καλύτερος ρόλος ηθοποιού (στην απόδοση).

    Большой русско-греческий словарь > коронный

  • 10 пищик

    α.
    1. αυλός προσέλκυσης πτηνών.
    2. (μουσ.) γλωσσίδα, -δι πνευστού οργάνου.
    3. (θεατρ.) όργανο αλλαγής της φωνής ηθοποιού.

    Большой русско-греческий словарь > пищик

  • 11 реплика

    θ.
    1. ανταπάντηση, ανταπόκριση, λογομαχία, αντεγκλήσεις.
    2. τελευταία λέξη ηθοποιού (πριν λάβει το λόγο ο άλλος).
    3. (μουσ.)
    επανάλειψη, αντίφωνο(ν).

    Большой русско-греческий словарь > реплика

  • 12 рост

    α.
    1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•

    рост населения αύξηση του πληθυσμού•

    -растений το μεγάλωμα των φυτών•

    творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•

    рост производства αύξηση της παραγωγής•

    рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•

    остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.

    2. ανάστημα•

    мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•

    -ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•

    какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•

    не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•

    встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.

    3. τόκος• επιτόκιο•

    давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.

    εκφρ.
    во весь рост – α) ολόρθος•
    стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•
    на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•
    пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рост

  • 13 трансформация

    θ.
    1. μετασχηματισμός, μετατροπή. || μεταμόρφωση• μεταλλαγή.
    2. (φυσ.) μετασχηματισμός.
    3. γρήγορη μεταμόρφωση ηθοποιού σε άλλους ρόλους.

    Большой русско-греческий словарь > трансформация

  • 14 уборная

    -ой θ.
    1. παλ. δωμάτιο καλλωπισμού. || καμαρίνι ηθοποιού.
    2. αφοδευτήρ ιο, αποχωρητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > уборная

См. также в других словарях:

  • ἠθοποιοῦ — ἠθοποιέω mould the character of imperf ind mp 2nd sg (attic) ἠθοποιέω mould the character of pres imperat mp 2nd sg (attic) ἠθοποιέω mould the character of imperf ind mp 2nd sg (attic) ἠθοποιός forming character masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντάγκλας, Κερκ — (Kirk Douglas, Νέα Υόρκη 1916 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού Ισούρ Ντανιέλοβιτς (Issur Danielovitch). Με το χαρακτηριστικό «λακάκι» στο σαγόνι του, μαζί με τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Γκρέγκορι Πεκ και… …   Dictionary of Greek

  • Ταΐροφ, Αλεξάντρ Γιακόβλεβιτς — (ψευδώνυμο του Α.Γ. Κόρνμπλιτ, Ρόμνι 1885 – Μόσχα 1950). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Ερασιτέχνης ηθοποιός στα φοιτητικά του χρόνια, αφού πήρε το δίπλωμά του αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 1914… …   Dictionary of Greek

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Αλκαίος, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1785 – Άργος 1833).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Θ. Μεϊμάρογλου (χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μυτιληναίος και Λέσβιος). Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, όταν Έλληνες πατριώτες του Βουκουρεστίου ίδρυσαν εκεί ελληνικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»