-
1 ηγορώ
-
2 ἠγορῶ
-
3 ἀγοράομαι
ἀγοράομαι, almost always in [dialect] Ep. forms, [tense] pres. ἀγοράασθε, [tense] impf. ἠγοράασθε, ἠγορόωντο (cf. Hdt.6.11), [tense] aor. 1 only 3 sing. ἀγορήσατο (v. infr.): [ per.] 2sg. [tense] impf.II speak in the assembly, harangue,ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο Il.1.73
, 9.95, cf. Od.7.185, Hdt. l. c.;παισὶν ἐοικότες ἀγοράασθε Il.2.337
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγοράομαι
-
4 ἀγοράομαι
ἀγοράομαι, med., in der Versammlung, unter Mehreren reden, Lehrs Aristarch. 151; Hom. oft ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, Il. 1, 73. 253 u. s. w.; praes. nur Il. 2, 337 ἀγοράασϑε [– ñ ñ – ñ des Verses wegen abweichend]. Allgemeiner, zur Berathung versammelt sein, Il. 4, 1 ϑεοὶ ἠγορόωντο πὰρ Ζηνί, was Nonn. Dion. 27, 241 nachahmt; Il. 8, 230 ἠγοράασϑε. – Hes. u. E. M. haben neben δημηγορεῖν auch ἐξεκκλησιάζεσϑαι und ἀϑροίζεσϑαι; Her. 6, 11 ἠγορόωντο ἐν ταῖς ἀγοραῖς. Aber Soph. Trach. 598 ἠγορῶ ξέναις, du sprachst mit ihnen, der Schol. erkl. ὡμίλεις; Ap. Rh. 2, 1226 ἀλλήλοισιν ἀμοιβαδὸν ἠγορόωντο.
См. также в других словарях:
ἠγορῶ — ἀγοράομαι meet in assembly imperf ind mid 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνηγορώ — κρημνηγορῶ, έω (Α) μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ηγορώ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, χρησμ ηγορώ. Το η (αντί α ) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
λεπτηγορώ — λεπτηγορῶ, έω (Α) αναφέρω λεπτομερώς, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. <λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + ηγορῶ (< ηγόρος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, κατ ηγορώ] … Dictionary of Greek
λαβρηγορώ — λαβρηγορώ, έω (Μ) λαβραγορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + ηγορώ (< ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, παρηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
μυθηγορώ — μυθηγορῶ, έω (Α) πλάθω ή αφηγούμαι μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. χρησμ ηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νυκτηγορώ — νυκτηγορῶ, έω (Α) ανακοινώνω ή προτείνω κάτι κατά τη διάρκεια νυχτερινής συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
σεμνηγορώ — έω, Α 1. αγορεύω επίσημα, με σοβαρότητα 2. μιλώ, αγορεύω για ένα σοβαρό θέμα («σεμνηγορεῑν περὶ τῆς χώρας», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνῶς + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορῶ] … Dictionary of Greek
στοιχηγορώ — έω, Α διηγούμαι κατά κανονική τάξη και σειρά, στοιχηδόν («οὐδ ἄν εἰ δέκ ἤματα στοιχηγοροίην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ηγορῶ)] … Dictionary of Greek
υπερηγορώ — έω, ΜΑ αγορεύω υπέρ κάποιου, υπερασπίζομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορῶ. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ευκατηγόρητος — εὐκατηγόρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες 2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ… … Dictionary of Greek
ευπαρηγόρητος — η, ο (ΑΜ εὐπαρηγόρητος, ον) αυτὸς που παρηγορείται εύκολα μσν. αυτός που παρηγορεί εύκολα αρχ. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα. επίρρ... εὐπαρηγορήτως και δ. τ. ευπαρηγόρως (Α) με τρόπο που φέρνει την παρηγορία, με ψυχική… … Dictionary of Greek