Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἠγορῶ

См. также в других словарях:

  • ἠγορῶ — ἀγοράομαι meet in assembly imperf ind mid 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνηγορώ — κρημνηγορῶ, έω (Α) μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ηγορώ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, χρησμ ηγορώ. Το η (αντί α ) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • λεπτηγορώ — λεπτηγορῶ, έω (Α) αναφέρω λεπτομερώς, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. <λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + ηγορῶ (< ηγόρος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, κατ ηγορώ] …   Dictionary of Greek

  • λαβρηγορώ — λαβρηγορώ, έω (Μ) λαβραγορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + ηγορώ (< ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, παρηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • μυθηγορώ — μυθηγορῶ, έω (Α) πλάθω ή αφηγούμαι μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. χρησμ ηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • νυκτηγορώ — νυκτηγορῶ, έω (Α) ανακοινώνω ή προτείνω κάτι κατά τη διάρκεια νυχτερινής συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • σεμνηγορώ — έω, Α 1. αγορεύω επίσημα, με σοβαρότητα 2. μιλώ, αγορεύω για ένα σοβαρό θέμα («σεμνηγορεῑν περὶ τῆς χώρας», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνῶς + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορῶ] …   Dictionary of Greek

  • στοιχηγορώ — έω, Α διηγούμαι κατά κανονική τάξη και σειρά, στοιχηδόν («οὐδ ἄν εἰ δέκ ἤματα στοιχηγοροίην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ηγορῶ)] …   Dictionary of Greek

  • υπερηγορώ — έω, ΜΑ αγορεύω υπέρ κάποιου, υπερασπίζομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορῶ. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ευκατηγόρητος — εὐκατηγόρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες 2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ… …   Dictionary of Greek

  • ευπαρηγόρητος — η, ο (ΑΜ εὐπαρηγόρητος, ον) αυτὸς που παρηγορείται εύκολα μσν. αυτός που παρηγορεί εύκολα αρχ. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα. επίρρ... εὐπαρηγορήτως και δ. τ. ευπαρηγόρως (Α) με τρόπο που φέρνει την παρηγορία, με ψυχική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»