-
1 Έκτορες
-
2 Ἕκτορες
-
3 έκτορες
-
4 ἕκτορες
-
5 ἀμφίστομος
ἀμφίστομος, ον,A with double mouth, of the ichneumon, Eub.107.15;ὄρυγμα ἀ.
tunnel,Hdt.
3.60;σπήλαιον Apollod.2.5.1
; λαβὰς ἀ. handles on both sides of bowl ( ἑκατέρωθεν τοῦ στόματος Sch.), S.OC 473; ἀ. θυρίδες, of honeycombs, Arist.HA 624a8; of fistulae, Meges ap.Orib.44.24.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίστομος
-
6 ἕκτωρ
A holding fast, v.l.for ἕστωρ, Il.24.272, cf. EM383.25; epith. of Zeus, Sapph.157; of anchors,ἕκτορες πλημμυρίδος Lyc.100
, cf. Luc.Lex.15: as Subst.,= κροκύφαντος, hair-net, Leon. ap. Hsch.; also pl.,= πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ, Id.
См. также в других словарях:
Ἕκτορες — Ἕκτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκτορες — ἕκτωρ holding fast masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτωρ — ἕκτωρ, ο, η (Α) 1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. τού Διός) (για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.) συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ α) είδος άγκυρας β) κεκρύφαλος* γ) στον πληθ. (κατά… … Dictionary of Greek
αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… … Dictionary of Greek