-
1 Εωσφόρος
-
2 Ἑωσφόρος
-
3 εωσφόρος
-
4 ἑωσφόρος
-
5 Ἑωσφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑωσφόρος
-
6 ἑωσφόρος
ἑωσφόρος, ου, ὁ (fr. ἕω, Attic form of Ionic ἠώ ‘dawn, morning’, and φέρω; Hom., Hes.+; LXX, Philo) morning star 2 Pt 1:19 v.l.—DELG s.v. 1 ἕω. -
7 ἑωσφόρος
-ου + ὁ N 2 0-1-1-5-0=7 1 Sm 30,17; Is 14,12; Ps 109(110),3; Jb 3,9; 11,17morning star, morning 1 Sm 30,17*Ps 109(110),3 πρὸ ἑωσφόρου before the morning star, before dawn, or before Lucifer-ַחרשַּׁ ִמ for MT? ִמ ְשָׁחרCf. TOURNAY 1960, 11-12; →NIDNTT -
8 Εωσφόροι
-
9 Ἑωσφόροι
-
10 Εωσφόρον
-
11 Ἑωσφόρον
-
12 Εωσφόρου
-
13 Ἑωσφόρου
-
14 Εωσφόρους
-
15 Ἑωσφόρους
-
16 Εωσφόρω
-
17 Ἑωσφόρῳ
-
18 Εωσφόρωι
-
19 Ἑωσφόρωι
-
20 Εωσφόρων
См. также в других словарях:
Ἑωσφόρος — Bringer of morn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑωσφόρος — Bringer of morn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εωσφόρος — I Βιβλικό πρόσωπο. Ο αρχηγός των αγγέλων, που κυριεύτηκε από αλαζονεία και κατέπεσε από τη θέση του μαζί με το 1/3 των αγγέλων και έγινε διάβολος, σατανάς και πνεύμα του κακού (Αποκάλ. Ιωάννη ιβ’, 4 και Λουκά ι’, 18). II Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος… … Dictionary of Greek
Εωσφόρος — ο 1. ο πλανήτης Αφροδίτη, που ως άστρο της αυγής λέγεται Αυγερινός. 2. σατανάς, διάβολος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑωσφόροι — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑωσφόροι — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑωσφόρον — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑωσφόρον — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑωσφόρου — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑωσφόρου — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑωσφόρους — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)