Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑωσφόρος

  • 41 φωσφόρος

    φωσφόρος, ον (cp. φῶς, φέρω; as adj. ‘bringing/giving light’ Eur. et al.; pap, Philo) in our lit. only once and as subst. ὁ φ. prob. the morning star, the planet Venus (Eur., Ion 1157; Ps.-Pla., Tim. Locr. 96e; 97a; Plut., Mor. 430a; 601a; 889a al.; Cicero, Nat. Deor. 2, 20; Vett. Val. 236, 6; SibOr 5, 516; PRyl 524, 17; Neugebauer-Hoesen, glossary p. 200) fig. 2 Pt 1:19 (v.l. ἑωσφόρος). JBoehmer, ZNW 22, 1923, 228–33; FBoll, Sternglaube u. Sterndeutung 4 ’31, 47f.—FDölger, Ac V/1, ’35, 1ff interprets the ‘light-bearer’ to mean the sun (this mng. of φ. in Nicetas Eugen. 1, 87; 3, 21; 5, 258 Hercher); cp. HWindisch ad loc.—M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φωσφόρος

См. также в других словарях:

  • Ἑωσφόρος — Bringer of morn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόρος — Bringer of morn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εωσφόρος — I Βιβλικό πρόσωπο. Ο αρχηγός των αγγέλων, που κυριεύτηκε από αλαζονεία και κατέπεσε από τη θέση του μαζί με το 1/3 των αγγέλων και έγινε διάβολος, σατανάς και πνεύμα του κακού (Αποκάλ. Ιωάννη ιβ’, 4 και Λουκά ι’, 18). II Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • Εωσφόρος — ο 1. ο πλανήτης Αφροδίτη, που ως άστρο της αυγής λέγεται Αυγερινός. 2. σατανάς, διάβολος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἑωσφόροι — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόροι — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑωσφόρον — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόρον — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑωσφόρου — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόρου — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑωσφόρους — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»