Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Ἑρμῶν

См. также в других словарях:

  • Ἕρμων — Ἕρμος masc gen pl Ἕρμων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμῶν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμῶν — ἑρμάζω steady fut part act masc voc sg ἑρμάζω steady fut part act neut nom/voc/acc sg ἑρμάζω steady fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμωνα — Ἕρμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμωνι — Ἕρμων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμωνος — Ἕρμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντιλίβανος — Οροσειρά (υψόμ. 2.629 μ.) της Συρίας που εκτείνεται σχεδόν παράλληλα προς τον Λίβανο από ΒΑ προς ΝΔ και χωρίζεται από αυτόν με την πεδιάδα της Μπεκάα. Στη δυτική του πλευρά ο Α. είναι απόκρημνος, ενώ στην ανατολική και νοτιοανατολική χαμηλώνει… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРМОН —    • Неrmon,           Έρμων, северный, большую часть года покрытый снегом горный хребет на границе заиорданской Палестины, на восток от Ливана, на юго запад от Дамаска, н. Джебель эль Шейх …   Реальный словарь классических древностей

  • Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»