-
1 περι-κοπή
περι-κοπή, ἡ, das Ringsumherbehauen, die Verstümmelung; Ἑρμῶν, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 15. 34 ff.; Plut. Nic. 1 u. sonst; auch τῆς πολυτελείας, Verringern, Cat. mai. 18. – Allgem. der Umriß, das Aeußere des Körpers, ὁμοιοτάτοις εἶναι δοκοῠσι κατά τε τὸ μέγεϑος καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, Pol. 6, 53, 6; bes. alles auf das Aeußere des Körpers Gewandte, Anzug, Pracht, κατὰ τὴν ἐσϑῆ τα καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, 5, 81, 3, λιτὸς κατὰ τὴν περικοπήν, 10, 25, 5, vgl. 32, 12, 6; Plut. oft, auch der äußere Umriß, das Bild. – Bei den K. S. Abschnitte der heiligen Schrift, welche zu bestimmten Zeiten vorgelesen wurden, sonst auch ῥῆσις. – Hesych. erkl. περικοπαί durch κλοπαί u. λῃστεῖαι, s. das Verbum.
-
2 ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηριάζω, 1) die äußersten Gliedmaßen abschneiden, τὰς ῥῖνας Athen. XII, 524 d: τῶν ἑρμῶν ἀκρωτηριασϑέντων τὰ πρόσωπα Plut. Alc. 18; überh. verstümmeln, Pol. 5, 54, 10; Her. 3, 59 von Schiffen, τὰς πρώρας ἠκρωτηρίασαν. – Med., Xen. Hell. 6, 2, 36 τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος; Dem. 18, 296 ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας. – 2) ein Vorgebirge bilden, Strab. I, 2, 291 Pol. 4, 45, 2.
См. также в других словарях:
Ἕρμων — Ἕρμος masc gen pl Ἕρμων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμῶν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμῶν — ἑρμάζω steady fut part act masc voc sg ἑρμάζω steady fut part act neut nom/voc/acc sg ἑρμάζω steady fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρμωνα — Ἕρμων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρμωνι — Ἕρμων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρμωνος — Ἕρμων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντιλίβανος — Οροσειρά (υψόμ. 2.629 μ.) της Συρίας που εκτείνεται σχεδόν παράλληλα προς τον Λίβανο από ΒΑ προς ΝΔ και χωρίζεται από αυτόν με την πεδιάδα της Μπεκάα. Στη δυτική του πλευρά ο Α. είναι απόκρημνος, ενώ στην ανατολική και νοτιοανατολική χαμηλώνει… … Dictionary of Greek
ГЕРМОН — • Неrmon, Έρμων, северный, большую часть года покрытый снегом горный хребет на границе заиорданской Палестины, на восток от Ливана, на юго запад от Дамаска, н. Джебель эль Шейх … Реальный словарь классических древностей
Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek