Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κλοπαί

См. также в других словарях:

  • κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίας — κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem acc pl κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίων — κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen fem gen pl κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίως — κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen adverbial κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίαν — κλοπαί̱ᾱν , κλοπαῖος stolen fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίου — κλοπαί̱ου , κλοπαῖος stolen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδομαρτυρία — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν [ψευδομαρτυρῶ] 1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση τής αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»