Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἑβραικός

См. также в других словарях:

  • Ἑβραικός — Ἑβραϊκός , Ἑβραικός a Hebrew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εβραϊκός — ή, ό (AM ἑβραϊκός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η Εβραϊκή α) η γλώσσα τών Εβραίων β) η συνοικία όπου κατοικούν ή έχουν τα καταστήματα τους οι Εβραίοι II. επίρρ. εβραϊκά (Μ… …   Dictionary of Greek

  • εβραϊκός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους. 2. το θηλ. ως ουσ., εβραϊκή και το ουδ. πληθ. ως ουσ., εβραϊκά η εβραϊκή γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ἑβραικά — Ἑβραϊκά , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc pl Ἑβραϊκά̱ , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc/acc dual Ἑβραϊκά̱ , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραικώτερον — Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew adverbial comp Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew masc acc comp sg Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραικῶν — Ἑβραϊκῶν , Ἑβραικός a Hebrew fem gen pl Ἑβραϊκῶν , Ἑβραικός a Hebrew masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραικόν — Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός a Hebrew masc acc sg Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гебраизм — ]греч.[/p] Ἑβραϊκός еврейский ) Заимствование из древнееврейского языка …   Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»