-
1 Εβραικός
-
2 Ἑβραικός
-
3 Ἑβραϊκός
Ἑβραϊκός, ή, όν (Philo; Jos., Ant. 1, 5; PGM 4, 3085; cp. IDefixWünsch 1, 12; 15; Mel., P. 1, 1; 94, 174) pert. to the Hebrew people, Hebrew γράμμασιν Ἑ. with Hebrew letters (EpArist 3; 30), which takes for granted that the language was also Hebrew (Jos., Ant. 1, 5; 12, 48) Lk 23:38 v.l.; cp. Kleine Texte 83, p. 9, 27=Asyn. 297, 19.—TW. Sv. -
4 Εβραικά
Ἑβραϊκά, Ἑβραικόςa Hebrew: neut nom /voc /acc plἙβραϊκά̱, Ἑβραικόςa Hebrew: fem nom /voc /acc dualἙβραϊκά̱, Ἑβραικόςa Hebrew: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 Ἑβραικά
Ἑβραϊκά, Ἑβραικόςa Hebrew: neut nom /voc /acc plἙβραϊκά̱, Ἑβραικόςa Hebrew: fem nom /voc /acc dualἙβραϊκά̱, Ἑβραικόςa Hebrew: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 Εβραικώτερον
Ἑβραϊκώτερον, Ἑβραικόςa Hebrew: adverbial compἙβραϊκώτερον, Ἑβραικόςa Hebrew: masc acc comp sgἙβραϊκώτερον, Ἑβραικόςa Hebrew: neut nom /voc /acc comp sg -
7 Ἑβραικώτερον
Ἑβραϊκώτερον, Ἑβραικόςa Hebrew: adverbial compἙβραϊκώτερον, Ἑβραικόςa Hebrew: masc acc comp sgἙβραϊκώτερον, Ἑβραικόςa Hebrew: neut nom /voc /acc comp sg -
8 Εβραικών
-
9 Ἑβραικῶν
-
10 Εβραικόν
Ἑβραϊκόν, Ἑβραικόςa Hebrew: masc acc sgἙβραϊκόν, Ἑβραικόςa Hebrew: neut nom /voc /acc sg -
11 Ἑβραικόν
Ἑβραϊκόν, Ἑβραικόςa Hebrew: masc acc sgἙβραϊκόν, Ἑβραικόςa Hebrew: neut nom /voc /acc sg -
12 Εβραική
-
13 Ἑβραικῇ
-
14 Εβραικής
-
15 Ἑβραικῆς
-
16 Εβραικήσι
-
17 Ἑβραικῇσι
-
18 Εβραικαίς
-
19 Ἑβραικαῖς
-
20 Εβραικαί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἑβραικός — Ἑβραϊκός , Ἑβραικός a Hebrew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εβραϊκός — ή, ό (AM ἑβραϊκός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η Εβραϊκή α) η γλώσσα τών Εβραίων β) η συνοικία όπου κατοικούν ή έχουν τα καταστήματα τους οι Εβραίοι II. επίρρ. εβραϊκά (Μ… … Dictionary of Greek
εβραϊκός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους. 2. το θηλ. ως ουσ., εβραϊκή και το ουδ. πληθ. ως ουσ., εβραϊκά η εβραϊκή γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ἑβραικά — Ἑβραϊκά , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc pl Ἑβραϊκά̱ , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc/acc dual Ἑβραϊκά̱ , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑβραικώτερον — Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew adverbial comp Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew masc acc comp sg Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑβραικῶν — Ἑβραϊκῶν , Ἑβραικός a Hebrew fem gen pl Ἑβραϊκῶν , Ἑβραικός a Hebrew masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑβραικόν — Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός a Hebrew masc acc sg Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гебраизм — ]греч.[/p] Ἑβραϊκός еврейский ) Заимствование из древнееврейского языка … Справочник по этимологии и исторической лексикологии
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek