Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἐφόρου

См. также в других словарях:

  • Ἐφόρου — Ἔφορος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόρου — ἔφορος overseer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφορεύω — (ΑΜ ἐφορεύω) [έφορος] εφορώ*, επιβλέπω κάτι, εποπτεύω, επιτηρώ, επιστατώ νεοελλ. 1. εκτελώ καθήκοντα εφόρου, είμαι έφορος μσν. εκκλ. εκτελώ χρέη επισκόπου αρχ. (στη Σπάρτη) είμαι έφορος ή αναπληρωτής εφόρου …   Dictionary of Greek

  • SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… …   Dictionary of Greek

  • ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • συνεφορεύω — Α [συνέφορος] είμαι έφορος μαζί με άλλον, έχω το αξίωμα τού εφόρου μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • Δημόφιλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Νέας κωμωδίας (4ος 3ος αι. π.Χ.). Φέρεται ως ο συγγραφέας της κωμωδίας Οναγός, που μεταφράστηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τον Πλαύτο για τη συγγραφή του έργου του Asinaria. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Δίυλλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος γλύπτης και χαλκοπλάστης (7ος−6ος αι. π.Χ.). Είχε φιλοτεχνήσει, σε συνεργασία με τον Αμύκλαιο και τον Χιόνιδα, σύμπλεγμα που παρίστανε την αρπαγή του ιερού τρίποδα από τον Ηρακλή και βρισκόταν στο μαντείο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»