-
1 Ερεχθέα
Ἐρεχθέᾱ, ἘρεχθεύςTemple of Erechtheus: masc /fem acc sgἘρεχθέᾱ, ἘρεχθεύςTemple of Erechtheus: masc acc sg (epic) -
2 Ἐρεχθέα
Ἐρεχθέᾱ, ἘρεχθεύςTemple of Erechtheus: masc /fem acc sgἘρεχθέᾱ, ἘρεχθεύςTemple of Erechtheus: masc acc sg (epic) -
3 πάρεδρος
A sitting beside, as at table, τὰς γυναῖκας ἐσάγεσθαι π. Hdt.5.18 : generally, sitting beside, near, τινι E.Or. 83, Hec. 616 ;Διὸς αἰετῶν π. ἱερέα Pi.P. 4.4
.II Subst., assessor, coadjutor, folld. by dat. or gen., Διὸς π., of Themis, Id.O.8.22, cf. Ar.Av. 1753, Phylarch.24J. ; ἕτοιμος αὐτῷ (sc. Διί) π., of Rhadamanthys, Pi.O.2.76 ;ἵμερος.. τῶν μεγάλων π. ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν S.Ant. 798
(lyr.) ;τᾷ Σοφίᾳ παρέδρους Ἔρωτας E. Med. 843
; Ἑρμᾶς Ἀφροδίτᾳ π. Epigr.Gr. 783 ([place name] Cnidus), cf. 817, IG2.1298 ;καί με καλεῦσι πάρεδρον Hymn.Is.139
: freq. in Prose, of the counsellors of Xerxes, Hdt.7.147, cf. 8.138 ; of the Ephors at Sparta, Id.6.65 ; at Athens, of the assessors of the Archons, Decr. ap. And. 1.78, Archipp.27, Arist.Ath.56.1, IG22.1230, D.59.72, etc. ; of the assessors of other magistrates, as the Ἑλληνοταμίαι, IG12.302.3 ; the στρατηγοί, ib.40 ; the εὔθυνος, ib.127.19, 22.1629.239 ; lieutenant of a military commander, Hell.Oxy.10.1 ; τοξόται πάρεδροι in a naval battle, dub. in IG12.950.137.2 metaph.,Ἐρεχθέα τοῖς ἐν τῇ ἀκροπόλει θεοῖς π. ἀποδείξασα Aristid.1.119
J. ; π. ἡδονή secondary pleasure, Aristaenet.2.16.III in Magic, assistant divinity, familiar spirit, PMag. Berol.1.54, PMag.Lond.121.884, Tab. Defix. Aud.155 A 20, PMag.Par.1.1850: hence,2 of things, giving magical aid, τρίστιχος Ὁμήρου π. ib.2145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρεδρος
См. также в других словарях:
Ἐρεχθέα — Ἐρεχθέᾱ , Ἐρεχθεύς Temple of Erechtheus masc/fem acc sg Ἐρεχθέᾱ , Ἐρεχθεύς Temple of Erechtheus masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ερεχθηίς — Ἐρεχθηΐς, ίδος και συνηρ. Ἐρεχθῇς, ῇδος, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτή που ανήκει ή είναι αφιερωμένη στον Ερεχθέα ή ονομάστηκε προς τιμή τού Ερεχθέα («θάλασσα Ἐρεχθηίς» κρήνη στην αρχαία Αθήνα μέσα στον ναό τού Ερεχθέα, που το αλμυρό νερό της ερχόταν… … Dictionary of Greek
Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
Υακινθίδες — Οι 6 κόρες του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, ή, κατ’ άλλη εκδοχή, οι 4 κόρες του Υάκινθου, Σπαρτιάτη που βρισκόταν στην Αθήνα την εποχή που την πόλη πολιορκούσε ο Μίνωας. Οι κόρες του Ερεχθέα λέγονταν Πρωτογένεια, Πανδώρα, Πρόκρις, Κρέουσα,… … Dictionary of Greek
βούτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αθηναίος ήρωας, αδελφός του Ερεχθέα, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας. Νυμφεύτηκε την ανιψιά του Χθονία, κόρη του Ερεχθέα, και έγινε γενάρχης των Βουταδών. 2. Αργοναύτης. Όταν η Αργώ περνούσε μπροστά στις Σειρήνες … Dictionary of Greek
ιών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… … Dictionary of Greek
πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
Ιμμάραδος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ο Ι. ήταν ηγεμόνας των Ελευσινίων, γιος του Ευμόλπου και της Δαείρας, ο οποίος σκοτώθηκε στον αγώνα μεταξύ αυτών και των Αθηναίων από τον Ερεχθέα. Τη μάχη ανάμεσα στον Ι. και στον Ερεχθέα παρίστανε το σύμπλεγμα του Μύρωνα, το… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek