-
1 Επηριτος
-
2 Επήριτος
-
3 Ἐπήριτος
-
4 Ἐπήριτος
Ἐπήριτος: a name feigned by Odysseus, Od. 24.306†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἐπήριτος
-
5 ἐπήριτος
ἐπ-ήριστος u. ἐπήριτος, bestritten, streitig -
6 ἐπ-ήριστος
ἐπ-ήριστος u. ἐπήριτος, bestritten, streitig, Eust.
-
7 Ἐπάριτοι
Ἐπάριτοι, οἱ, the soldiers of the Arcadian Federation ( 371 B.C.), X.HG7.4.33-6, Ephor.215J., Androt.54. (Arc. ἐπᾱρῐτοι 'picked', 'selected' (= ἐπίλεκτοι, D.S.15.62), cf. pr. nn. Ἐπήριτος, Πεδάριτος: fr. root of ἀριθμός.) ( Ἐπαρῖται is a misquotation of Ephor. l. c. by St.Byz., Ἐπαρόητοι f.l. in Hsch.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἐπάριτοι
-
8 ἐπήριστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήριστος
-
9 ἐπήριστος
ἐπ-ήριστος u. ἐπήριτος, bestritten, streitig -
10 ἀριθμός
Grammatical information: m.Meaning: `number, payment' (Od.);Other forms: Through metathesis ἀμιθρός (Schwy. 268)Etymology: Derivation in - θμο- of the root in νήρι-τος `countless'; cf. the PN Έπήριτος, Arc. Πεδάριτος and the Arc. appellative Έπάριτοι `the chosen', Wackernagel Unt. 250, Philol. 86, 133ff. - Outside Greek one compares Germanic words, ONo. rīm n. `account', OHG. rīm m. `row, number', OIr. rīm `number'; also Lat. rītus `use, rite'? (Not here Arm. hariwr, which is an Iranian loan.)Page in Frisk: 1,139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀριθμός
См. также в других словарях:
Ἐπήριτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eperitvs — EPERĬTVS, i, Gr. Ἐπήριτος, ου, des Aphidas, Königs in Alybas, Sohn, für welchen sich Ulysses ehemals ansgab. Homer. Od. Ω. v. 305 … Gründliches mythologisches Lexikon
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… … Dictionary of Greek