Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἐπήριτος

См. также в других словарях:

  • Ἐπήριτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eperitvs — EPERĬTVS, i, Gr. Ἐπήριτος, ου, des Aphidas, Königs in Alybas, Sohn, für welchen sich Ulysses ehemals ansgab. Homer. Od. Ω. v. 305 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»