-
1 ἕρπις
-
2 ἕρπις
-
3 ἕρπις
ἕρπις, ὁ, hieß der Wein bei den Ägyptern -
4 ἔρπις
Grammatical information: ?Meaning: `wine' (Hippon.79, 18, Lycophr.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] egypt.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔρπις
См. также в других словарях:
έρπις — ἕρπις, ὁ (Α) ονομασία τού κρασιού ή είδους κρασιού στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από αιγυπτ. irp «κρασί». Η δασύτητα της λ. έρπις οφείλεται μάλλον σε επίδραση τού ρ. έρπω] … Dictionary of Greek
σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… … Dictionary of Greek
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek