Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕρπις

См. также в других словарях:

  • έρπις — ἕρπις, ὁ (Α) ονομασία τού κρασιού ή είδους κρασιού στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από αιγυπτ. irp «κρασί». Η δασύτητα της λ. έρπις οφείλεται μάλλον σε επίδραση τού ρ. έρπω] …   Dictionary of Greek

  • σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»